38. Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (καλόγερος από Έξαρχο στην Ιερά Μονή Οσίου Νικάνορος)
Γράφει ο Κώστας Καραπατάκης. [1]
Ένας γέρος καλόγερος, που τον σέβονταν και τον αγαπούσαν όλοι στο μοναστήρι, σαν άκουσε τους επαίνους του ηγούμενου και του εφημέριου και είδε τη σβελτάδα, την εργατικότητα και το φιλότιμο του Κωνσταντή, που όλες τις δουλειές τις έκαμε τέλεια, τον φώναξε μια μέρα στο κελί του και του είπε:
-Κωνσταντή, πάρε λίγα κάρβουνα στο μαγκάλι από τη φωτιά κι έλα να μου κάνεις τον καφέ, γιατί δεν είμαι καλά σήμερα.
Πρόθυμος ο Κωνσταντής να εξυπηρετήσει τον παππού, άρπαξε το χάλκινο μαγκάλι από τα δύο μπρούντζινα χερούλια κι έτρεξε γρήγορα στην κεντρική φωτιά που εξυπηρετούσε όλο το μοναστήρι, γυρίζοντας έβαλε το μπρίκι στη φωτιά για τον καφέ του παππού.
-Δεν μπορώ, Κωσταντή. Είμαι γέρος και θα πεθάνω μια μέρα, είπε ο παππούς με κομμένη την ανάσα. Δε λυπάμαι που θα πεθάνω. Μια μέρα θα γίνει κι αυτό. Εκείνο μόνο που με βασανίζει είναι τα μελίσσια. Σκέφτομαι που όταν πεθάνω, θα πεθάνουν μαζί μου κι αυτά. Όλοι κάνουν πώς τα φοβούνται και κανένας δεν είπε ως τώρα, ας πάω να βοηθήσω τον παππού που παιδεύεται γέρος άνθρωπος. Κανένας! Το μέλι, όλοι το θέλουν και τους αρέσει, μας πως γίνεται αυτό το μέλι, κανένας δε νοιάστηκε να μάθει.
Τα μελίσσια, παιδί μου, είναι μεγάλο έσοδο για το μοναστήρι. Δεν είναι μονάχα το μέλι που μας δίνουν τα ευλογημένα, αλλά και το κερί, γιατί μ’ αυτό κάνουν τις λαμπάδες και τα κεριά της εκκλησίας και δεν αναγκάζεται το μοναστήρι να τ’ αγοράζει από τους εμπόρους.
Θα ’θελα, επειδή είσαι νέος και δουλευτάρης, να ’ρχεσαι να με βοηθάς από καμιά φορά, αν θέλεις, για να μάθεις και μερικά πράγματα που θα σε χρειαστούν αργότερα. Και πριν ακόμα τελειώσει ο παππούς ο Κωνσταντής είχε πάρει την απόφασή του.
-Θα ’ρχομαι παππού κι εγώ θα πάρω τη θέση σου στα μελίσσια.
Κι ο παππούς, ενθουσιασμένος από τα λόγια του Κωνσταντή, έπιασε το χέρι του και σφίγγοντάς το με τις λίγες δυνάμεις που του είχαν απομείνει του είπε: Ευλογημένη η ώρα που ήρθες, παιδί μου. Ο θεός και ο άγιος να σου δίνουν δύναμη και να σε προστατεύουν. Τώρα θα πεθάνω ήσυχος είπε αναστενάζοντας. Συγκινημένος από τα λόγια του Κωνσταντή ο παππούς, αισθάνθηκε σαν να ξαλάφρωσε από το άγχος που του κατείχε κι είπε στον Κωνσταντή:
-Θέλεις να γίνεις παραγιός μου Κωσταντή;
-Κι εκείνος, χωρίς να μιλήσει, σηκώθηκε και του φίλησε το χέρι λέγοντας: Θέλω παππού!... Θέλω!... Και η συμφωνία έκλεισε μ’ ένα χειροφίλημα του Κωνσταντή κι ένα φιλί του παππού στο μέτωπο του Κωνσταντή.
Την άλλη μέρα, μόλις τελείωσε η εκκλησία και ήπιε τον καφέ του ο παππούς, ξεκίνησαν κι οι δύο για το μελισσομάντρι, παίρνοντας μαζί τους και τρόφιμα για το μεσημέρι. Εκεί στο πέτρινο “κιόσκι” που τα ερείπιά του φαίνονται ακόμα, άρχισαν τα πρώτα μαθήματα του παππού για τη μελισσοτροφία.
Τ΄ απόγευμα πριν έρθει η ώρα του εσπερινού, ψυχοπατέρας και παραγιός, γύρισαν στο μοναστήρι κουβεντιάζοντας κι αμέσως ο Κωνσταντής, άρπαξε το μαγκάλι του παππού και πήγε και πήρε τα κάρβουνα για τον καφέ του παππού. Ύστερα, αφού έπλυνε το μπρίκι και το φλιτζάνι στο νεροχύτη, πήγε και χτύπησε το σήμαντρο για τον εσπερινό.
Ο παππούς ο Διονύσης, δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος στο μοναστήρι. Κι ούτε περπατάρης καλόγηρος απ’ αυτούς που πάνε από μοναστήρι σε μοναστήρι, ζητώντας καλύτερη ζωή και λιγότερη δουλειά.
Ο πάτερ Διονύσης ήταν σοβαρός, επιβλητικός, φορτωμένος με μεγάλη πείρα και λαϊκή σοφία και με πολλές διοικητικές ικανότητες, σαν νάταν ο Δίας του μοναστηριού, όπως έλεγε ο ηγούμενος. Τα γράμματα, δεν είχαν καμιά αξία μπροστά στην πείρα και στη σωστή διακυβέρνηση του μοναστηριού. Ό,τι έλεγε αυτός, εκείνο και γινόταν στο Μοναστήρι και ποτέ δεν έπεφτε έξω στις προβλέψεις του.
Γι’ αυτό και ο ηγούμενος τον συμβουλευόταν σε όλα τα ζητήματα που είχαν σχέση με το μοναστήρι. Στα νιάτα του ήταν κτηνοτρόφος και μάλιστα μεγαλοτσέλιγκας στο χωριό του τον Έξαρχο, που είναι χτισμένο και ριζωμένο στη δυτική πλευρά του Μπούρινου με χιλιάδες γίδια και πρόβατα και πολλά μεγάλα ζώα και πολλούς τζιομπαναραίους. Όταν περνούσε από τα χωριά την άνοιξη, ανεβαίνοντας από τα χειμαδιά της Θεσσαλίας για το χωριό του, κι όταν κατέβαινε στα χειμαδιά το φθινόπωρο, όλος ο τόπος βούιζε από τα κυπροκούδουνα των κοπαδιών του.
Όλοι τον γνώριζαν κι όλοι τον αγαπούσανε για τις καλοσύνες και την καλή του την καρδιά. Όλο το γάλα της ημέρας που έβγαζε στο δρόμο σ’ όλη τη διαδρομή ως το χωριό του, το τυροκομούσε τα βράδια και το πρωί το μοίραζε στους φτωχούς χωρικούς και στους ντραγαταραίους των χωριών, για να μην τον εμποδίζουν στο δρόμο για τη βοσκή. Σαν βάλθηκαν όμως οι τουρκαλβανοί ληστές του Αλή πασά, που λυμαίνονταν όλη την περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας να τον ξεκάνουν και να τον ξεριζώσουν από το χωριό του, γιατί δεν τους έδινε τα λύτρα που ζητούσαν, έπιασε πόλεμο ένα βράδυ μαζί τους και τους κυνήγησε από τη στάνη, σκοτώνοντας και έναν απ’ αυτούς. Όμως, το κακό, δε σταμάτησε εδώ.
Ένα βράδυ το Γενάρη, που τα γίδια γεννούσαν ομαδικά κι έπρεπε όλη η οικογένειά του να βρίσκεται στο μαντρί για να κουμαντάρει τα κατσίκια, ενώ αυτός έλειπε στη γειτονική πολιτεία για υποθέσεις των τσελιγκάτων, πήγαν οι ληστές και σκότωσαν όλη του την οικογένειά του, για να τον εκδικηθούν. Έτσι το σπιτικό του ερημώθηκε κι αυτός επειδή δεν μπορούσε να μείνει μόνος με το φόβο μήπως τον πιάσουν και τον σκοτώσουν, αποφάσισε να καταφύγει στο μοναστήρι της Ζάβορδας κι εκεί να αφιερώσει όλο του το βιο και να σώσει την ψυχή του, όπως του είπε και ο τότε ο ηγούμενος.
Και δεν ήταν λίγα τα ζώα που έφερε στο μοναστήρι, ο μπαρμπα Μήτρος ο τσέλιγκας, αφού πρώτα πούλησε όλα τα αρσενικά και τα μεγάλα και γέρικα θηλυκά που είχαν σταματήσει από καιρό να κατεβάζουν γάλα και να γεννοβολούν.
Εννιακόσιες γίδες, όλες “ρόσιες” και αρμεχτάρες, σαν το χρώμα των γενιών του Αϊ-Νικάνορα, ενώ τις προβατίνες τις διάλεξε “λάιες”, για να φτιάχνουν τα ρούχα τους και τα μάλλινα ράσα τους οι καλόγεροι.
Τα μοναστήρια τότε, με τα προνόμια που είχαν από το Σουλτάνο, δεν μπορούσε να βάλει χέρι κανείς, ούτε Τούρκος ούτε Ρωμιός. Εκτός από αυτό το μοναστήρι της Ζάβορδας ήταν Σταυροπηγιακό που εξαρτιόταν απ’ ευθείας από το Πατριαρχείο και δεν μπορούσε να το ταράξει κανείς.
Έτσι, ο μπαρμπα-Μήτρος, ο τσέλιγκας, που γύριζε καβάλα στο γρίβο, βαρβάτο άλογό του, για να μπορεί να προλαβαίνει όλες τις δουλειές του τσελιγκάτου, τώρα χειροτονήθηκε καλόγερος και τυλίχθηκε στο μαύρο ράσο, για να χάσει το πρώτο του όνομα και να πάρει το όνομα Διονύσιος.
Αυτόν λοιπόν το Διονύση, τον θεωρούσε προστάτη και πνευματικόν του πατέρα ο Κωνσταντής. Ό,τι έλεγε ο παππούς, ήταν θεϊκή προσταγή γι΄ αυτόν. Γι’ αυτό και τον αγαπούσε και τον σέβονταν, σαν πραγματικό του πατέρα, για την ανθρωπιά του και για τη σοφία του.
Ο παππούς, σαν είδε το φιλότιμο, την πρωτοβουλία και την εργατικότητα του Κωνσταντή, τους ξεχώρισε απ΄ όλους τους άλλους δόκιμους του μοναστηριού και φρόντισε να το χειροτονήσει γρήγορα καλόγηρο παραμερίζοντας όλους τους άλλους που είχαν κλείσει τριετία στη δοκιμασία, με σκοπό να τον αναθέσει υπεύθυνη δουλειά και βασικό πόστο στο μηχανισμό του μοναστηριού κι ας ήταν ακόμη νεαρός και άπειρος στη ζωή.
-Θα τα μάθει!...θα τα μάθει!... Είπε στον ηγούμενο, που δίσταζε και δεν ήθελε να παραβιάσει τη …δοκιμασία… της τριετίας όπως συνηθιζότανε ως τότε.
Κι όταν τη δεύτερη μέρα του Πάσχα συνήλθε το ηγουμενοσυμβούλιο να χειροτονήσει τους νέους καλόγηρους, όπως συνηθιζόταν, πήρε μαζί του τον Κωνσταντή και τον παρουσίασε στο ηγουμενοσυμβούλιο λέγοντας:
-Να αυτός είναι για το μοναστήρι! Αυτός πρέπει να χειροτονηθεί πρώτος κι ας μην έκλεισε ακόμα την τριετία, όπως λένε οι κανονισμοί!..
Κι εκείνοι, συμφώνησαν με τη γνώμη του και τον χειροτόνησαν πρώτον καλόγηρον της χρονιάς, με το μοναχικόν όνομα Κοσμάς που το όρισε ο ίδιος ο παππούς.
Τώρα με τη φροντίδα και την καθοδήγηση του παππού στα μυστικά της μελισσοκομίας από τα χέρια του παππού στα δικά του τα χέρια και ο παππούς έμεινε μόνο για την ορμήνια , χωρίς όμως και να εγκαταλείψει και τα μελίσσια, που πήγαινε και τα ’βλεπε κάθε μέρα.
Μια μέρα του 1906 που ο Κοσμάς ήταν απασχολημένος στην εκκλησιά κι ο παππούς μόνος του στο μελισσομάντρι, κάποιοι “βαλαάδες” ληστές από το Κρύφτσι των Γρεβενών, το σημερινό “Κιβωτός”, τον πήραν “σκλάβο” υποχρεώνοντας το Μοναστήρι να τους δώσει 100 λίρες κι ένα μουλάρι και πήγε και τον πήρε από μια καλύβα έξω από το χωριό, αφήνοντας τη σακούλα με τις λίρες στο μέρος που τον είχαν υποδείξει οι ληστές, για να μην τους μάθουν ποιοι ήταν.
Από τότε ο παππούς, έπαυσε να βγαίνει από την πόρτα του μοναστηριού, ώσπου πέθανε και τα μελίσσια έμειναν στα χέρια του Κοσμά, που τα κράτησε ως το τέλος της ζωής του.
Σαν είδε όμως ο ηγούμενος πώς ο νεαρός Κοσμάς όποια δουλειά κι αν έπαιρνε την έβγαζε πέρα παλικαρίσια, τον τοποθέτησε οικονόμο και επιστάτη των ζευγιτάδων στο Μετόχι, μισή ώρα έξω από το μοναστήρι και του ανέθεσε και την επιστασία των μελισσιών, που το μελισσομάντρι, δεν απείχε, παρά μόνο 10 λεπτά της ώρας από το μετόχι.
Το προσωπικό στο Μετόχι, ήταν λιγοστοί ζευγίτες, ένας κελάρης κι ένας βοϊδάρης, που έβοσκε μόνο τα καματερά βόδια που ήταν μονάχα για το ζυγό.
Με τη βοήθεια των ζευγιτάδων, ο Κοσμάς άρχισε ν’ ανοίγει και να ξεχερσώνει νέες εύφορες και εγκαταλειμμένες εκτάσεις στη Λογγά, στην Παλιοζάμπουρντα, στο Κουλούρι και, στο Παλιοτούρκο και η παραγωγή του Μοναστηριού διπλασιάστηκε τον άλλο χρόνο.
[1] Το πρωτότυπο κείμενο του Κώστα Καραπατάκη μας το παραχώρησε ο γιατρός Ευθύμιος Καραπατάκης τον οποίο και ευχαριστώ. Ο παππούς του Ε.Καραπατάκη Αργύριος Γκαρέλας είχε αδελφή τη σύζυγο του προπάππου μου Ιωάννη Αργυρίου. (Έξαρχος Γρεβενών 2011 σ. 304).



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου