Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ' Έξαρχος Γρεβενών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ' Έξαρχος Γρεβενών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

Εθιμική ζωή "Κόλιαντα-Σούρβα" Εξάρχου Γρεβενών

  


Εθιμική ζωή Εξάρχου-Γρεβενών

 Από το βιβλίο  "ΕΞΑΡΧΟΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ"

Τα έθιμα του τόπου μας είναι η καθημερινότητα. Οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι γιορτές, οι κοινωνικές εκδηλώσεις, τα τραγούδια. Όλα αυτά μπορούν να καταγραφούν σε ένα πολυσέλιδο βιβλίο.

 

3) Πρωτοχρονιά

 

Η Πρωτοχρονιά για τους Εξαρχιώτες ήταν διπλή γιορτή. Εκτός από θρησκευτική, ήταν και γιορτή του ξεφαντώματος. Την παραμονή της πρωτοχρονιάς δεν κοιμόταν κανένας. Έπρεπε ο καινούργιος χρόνος να τους βρει ξύπνιους. Μερικοί παίζανε τυχερά παιχνίδια όπως «τριανταένα». Εκείνη τη μέρα το φαγοπότι ήταν άφθονο. Οι άνδρες ετοίμαζαν τη σουγλιμάδα, οι γυναίκες τη βασιλόπιτα, την τηγανιά, τους σαρμάδες. Το κρασί έρεε άφθονο. Πίτες κάνανε δύο. Μία για το σπίτι, μία για το μαντρί. Το απόγευμα ντυνόταν μπουμπουσιάρια.  Έζωναν στη μέση κουδούνια. Έβαφαν το πρόσωπό τους με καπνιά. Ένα είδος μασκαρέματος ήταν κι ο γαμπρός με τη νύφη. Η νύφη με το νυφιάτικο κι ο γαμπρός φουστανελάς. Κι οι δυο ήταν άντρες βέβαια. Οι γυναίκες δεν ντυνόταν. Τα ήθη ήταν αυστηρά. Πηγαίνανε στα σπίτια. Έλεγαν εγκωμιαστικά τραγούδια.

             

4) Κόλιαντα-Σούρβα

 

Οι μεγαλύτερες παιδικές γιορτές ήταν τα “κόλιαντα”και τα “σούρβα”. Τόπος συγκέντρωσης ο Αϊ Νικόλας. Χρόνος τα μεσάνυχτα της 23ης προς 24ης Δεκεμβρίου και 30ης προς 31ης Δεκεμβρίου.

 Σημαντικότερη γιορτή ήταν τα “σούρβα”. Από νωρίς τα «σουρβατζούλια» ετοιμάζουν τις τζιουμάκες, τα σέα (ντρουβάδες, ντραγατσίκες, κακάβια, γκιούμια) για να βάλουν το αλεύρι, το κρέας, τη λίγδα, το τυρί, το κρασί κι ότι άλλο χρειάζονταν για ένα ομαδικό γλέντι και φαγοπότι. Tη σουρβόπιτα, την τηγανιά, τη σουγλιμάδα την αναλάμβανε  κόρη ανύπαντρη.

Για κάθε σπίτι λέγαμε επαινετικά τραγούδια σύμφωνα με την οικογενειακή κατάσταση.

 

            α)  Για σπίτι που είχε παιδί στο σχολείο

 

«Η μάνα πόχει ενάν ιγιό, ιγιό και χαϊδεμένο

τον έλουζε τον χτένιζε και στο σχολειό τον στέλνει

κι ο δάσκαλος τον καρτερεί με τη χρυσή τη βέργα.

Κι η μάνα του του έλεγε κι η μάνα του του λέγει.

-Πιδίμ πούναι τα γράμματα πούνι τα πινακίδια.

-Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ο νους μου στα παιχνίδια».

 

β). Για αρραβωνιασμένο

 

«Σαν κίνησε ο νιούτσικος να πάει ν’ αρραβωνιάσει

ουδέ τα ρούχα έβαλε, ουδέ τη φορεσιά του.

Η μάνα του του έλεγε κι η μάνα του του λέει.

-Βάλι το σημομάχαιρο π’ αξίζει τρεις χιλιάδες

π’ αξίζει τρεις και τέσσερις π’ αξίζει δεκαπέντε.

-Μανάμ δεν πρέπν τα ρούχα μου δεν πρέπ’ η φορεσιά μου,

δεν πρέπ τ’ ασημομάχαιρο π’ αξίζει τρεις χιλιάδες

π’ αξίζει τρεις και τέσσερις π’ αξίζει δεκαπέντε

μον πρέπει η αρραβώνα μου που είμαι αρραβωνιασμένος».

 

γ) Σπίτι που έχει κόρη για παντριά

 

Εδώ έχουν κόρη για παντρειά κορή αρραβωνιασμένη

την τάζουν γιο του βασιλιά την τάζουν γιο του Ρήγα.

-Δε θέλω γω μανούλα μου Βασίλω για να γίνω,

μον θέλω τσοπανόπουλο να παίζει τη φλογέρα

να παίζει να λυγίζεται να βεργοκυματίζει

να σφάζει αρνί την Πασχαλιά κριάρι τον Αγιόρι».

 

δ) Σπίτι με νεογέννητο παιδί

 

«Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό στη σαρμανίτσα

Τρεις βαϊοπούλες το κουνούν και τρεις το κανακεύουν

και μια Βαϊά καλή Βαϊά δεν θέλει να το κουνήσει.

Κούνα το Βάιαμ κούνα το ωσπού να έρθει η μάνα.

Η μάνα πήγε για νερό κι ο αφέντης στο παζάρι».

 

ε)  Κτηνοτροφικό σπίτι

 

Τσομπάνος που κοιμήθηκε, επάνω σ’ άσπρη πέτρα

και χάσε χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια

και χάσε σκύλα κολοβιά μ’ ένα μουργκό κουτάβι.

Και το πρωί σηκώνεται μαύρος από τον ύπνο

Ρίχνει νερό και νίβεται, μαύρος να ξαγρυπνίσει

και παίρνει στράτες απάτητες, καινούργια μονοπάτια

Το γερο λύκο σταύρωνε στη μέση από το δρόμο

-Λύκε μην είδες χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια

μην είδες σκύλα κολοβιά με το μουργκό κουτάβι.

Κι ο γερο λύκος έλεγε κι ο γερο λύκος λέγει.

-Τσιομπάνε τι   ’ναι το τάξιμό  τι ναι το κέρασμά σου.

-Το τάξιμο είναι ένα αρνί το κέρασμα κριάρι.

 

-Πέρα σε κείνο το βουνό το πέρα και το δώθε

πόχει αντάρα στην κορφή και καταχνιά στη μέση

εκεί είν’ τα χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια.

Πάει σα να πάρω ένα αρνί και πέτυχα κατσίκι

και το κατσίκι βέλαξε και η σκύλα απηλουήθη.

Σαράντα ράχες μ’ έβγαλε, σαράντα μονοπάτια

Εννιά πλευρά με τσάκισε και το ποδάρι δέκα.

 

στ) Για γραμματιζούμενο

 

«Γραμματικός εκάθουνταν επάνω σ’ άσπρη πέτρα

Και γράφε και κοντύλιαζε ιννιά χρονών μελάνι

κι απ’ το πολύ το γράψιμο κι από τη συλλοή του

εσείστηκαν τα χεράκια του και χύσε τη μελάνη

εβάψαν τα χεράκια του τα χρυσοκεντημένα

σε ιννιά ποτάμια τάπλυνε και βάψαν τα ποτάμια

διαβάτης που επέρασε εβάψε τ’ άλογό του

περδίκα πάει να πιει νερό και βάψε τα φτερά της».

 

ζ) Αϊ Βασίλη

 

Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία

από τα μέρη της Βλαχιάς κι από το Βουκουρέστι.

Στο Ντούναβο κατέβαινε πέρα να περάσει,

βρίσκει το Ντούναβο θολό τον πόρο χαλασμένο

Σκύφτει φιλεί το μαύρο του σκύφτει και τον ρωτάει.

-Δύνασαι μαύρε δύνασαι οπέρα να περάσεις

-Δύναμαι αφέντη μ’ δύναμαι οπέρα να περάσω

αρτίρεσέ με την ταΐ σαράντα πέντε χούφτες

βάλε κουσκούνια δώδεκα και ίγκλις δεκαπέντε

και πιάσε από τη χαίτη μου και ρίξ’ απάνω στη σέλα

να λιχνισθώ να πεταχτώ οπέρα να περάσω.

 

η) Αϊ Βασίλη

 

«Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει

-Βασίλη μ’ πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις.

-Εγώ απ’ τα ξένα έρχομαι και στα δικά μου πάω.

Κι αν έρχεσαι απ’ την ξενιτιά, πες μας ένα τραγούδι.

-Εγώ τραγούδια μάθαινα, τραγούδια να σας λέω.

Εγώ ’μαι ένας γραμματικός, ξέρω τα γράμματά μου.

-Αν είσαι και γραμματικός, πες μας την Αλφαβήτα.

Στην πατερίτσα ακούμπησε να πει την Αλφαβήτα

κι η πατερίτσα ήταν χλωρή και πόληκε κλωνάρι

κλωνάρι χρυσοκλώναρο κι ολάργυρα τα φύλλα

ολάργυρα κι ολόχρυσα όλα μαλαματένια».

 

θ) Σε πλούσιο νοικοκύρη

 

«Όσα άστρα έχει ο ουρανός και φύλλα από τα δέντρα

τόσα άσπρα έχει ο αφέντης μας φλουριά και καραγρόσια.

Με το ταγάρι τα μετρά και στο κοιλό τα ρίχνει.

Τα μέτρησε ξεμέτρησε του λείπουν τρεις χιλιάδες

του λείπουν τρεις και τέσσερις του λείπουν δεκαπέντε.

Και την καλή του ρώτησε και την καλή του λέει.

-Καλή μου πούναι τ’ άσπρα μας πούναι τα φλουριά μας;

-Τώρα κοντά κι Πσχαλιά κοντά κι το Λαζάρι

πολλοί ξένοι μας έρχονται και τα χαρτζιανεψά με».

 

ι) Σε χήρα

 

«Κυράμ, όταν στολίζεσαι στην εκκλησιά να πάγεις

βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη

και τον καθάριο ουρανό τον βάζεις δαχτυλίδι».

 

ια) Όλα τα τραγούδιά τέλειωναν με το παρακλητικό τραγούδι.

 

«Και βάλε το χεράκι σου στην αργυρή σακούλα

κι αν έχεις άσπρα δώστα μας φλουριά μην τα λυπάσαι

κι αν έχεις και γλυκό κρασί κέρνα τα παλικάρια.

Κέρνα τα’ αφέντη μ’ κέρνατα, να λεν για την υγειά σου

για την υγειάς αφέντη μου και την καλή χρονιά σου».

 

Να ζή(σ )ης και νάσαι αφέντη μου

πάντα τραγούδια νάχεις

εμείς τραγούδια και χαρές

κι ο θεός μέρες και χρόνια.

 ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

 

ιβ)Τραγούδι αποχώρησης

Αν από το νοικοκύρη φεύγαμε ικανοποιημένοι, μας έδινε φλουριά, χοιρινό για την τηγανιά, αλεύρι, λίγδα, τυρί για την πίτα, κρασί τότε τραγουδούσαμε το παρακάτω τραγούδι.

 

Σ’ αυτό το σπίτι πούρθαμε πέτρα να μη ραγίσει

κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.

Να σφάζει αρνί την Πασχαλιά κριάρι τον Αγιόρι.

Να ζήης κα νάσαι κ.λ.π.

 

ιγ).Για σπίτι που δεν άνοιγε

 

«Αφέντη μου στην κάπα σου εννιά χιλιάδες ψείρες

 άλλες κλωσούν κι άλλες γεννούν κι άλλες πουλάκια βγάζουν».


«Του κασιδιάρη τα’ άλογο, στη βατσινιά δεμένο                                                            

 οι καραμούζες το τσιμπούν κι αυτός το καμαρώνει».

 

 


 

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

Παραστατικά στοιχεία ανέγερσης Δημοτικού σχολείου Εξάρχου Γρεβενών






Παραστατικά στοιχεία ανέγερσης Δημοτικού σχολείου Εξάρχου Γρεβενών

 Από το βιβλίο του Βασίλη Αποστόλου "ΕΞΑΡΧΟΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ" σ.304

    Παρατίθενται παραστατικά στοιχεία για την ανέγερση του δημοτικού σχολείου. Όπως φαίνεται η Εκκλησιαστική Επιτροπή χρηματοδοτεί την ανέγερση  και όχι το ελληνικό δημόσιο. Η εκκλησία όπως στα χρόνια της μακρόχρονης σκλαβιάς συντηρούσε το σχολείο του χωριού έτσι και τώρα το 1927 συνεχίζει το παιδευτικό έργο.

«Απόδειξις δραχμών 20.000

Ο υπογεγραμμένος Ιωάννης Γ. Κεραμάρης κάτοικος Σιατίστης έλαβον παρά της εκκλησιαστικής επιτροπής του χωρίου Εξάρχου τας άνω δραχμές είκοσι χιλιάδες δια κτιστικά του Σχολείου Εξάρχου.

Εν Εξάρχω τη 15 Μαΐου 1927

Ο λαβών αρχιτέκτων.

 

Απόδειξις δραχμών 13.000

 Ο κάτωθι υπογεγραμμένος, Χρίστος Γράβας έλαβον παρά της εκκλησιαστικής Επιτροπής του χωριού Εξάρχου τας άνω δραχμές 13.000 δια ξυλουργική εργασία δι ην ηργάσθην εν τω Σχολείω του χωρίου Εξάρχου.

Εν Εξάρχω τη 12 Ιανουαρίου 1928

ο λαβών ξυλουργός

 

Απόδειξις δραχμών 8.000

Ο υπογεγραμμένος Κων/νος Τσιόγκας κάτοικος του χωρίου Κουσκό (πρόκειται για το χωριό Ταξιάρχης) έλαβον παρά της εκκλησιαστικής Επιτροπής του χωρίου Εξάρχου τας άνω δραχμάς οκτώ χιλιάδας δια το σουφάτισμα του σχολείου Εξάρχου.

Εν Εξάρχω τη 28 Ιουνίου 1928

Ο λαβών σουφατζής».

 

Τρίτη 2 Μαΐου 2023

Αερόμυλος στον Μπούρινο

 

 


 

ΑΕΡΟΜΥΛΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΥΡΙΝΟ

 

(Από το βιβλίο του Β.Αποστόλου: “ΕΞΑΡΧΟΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ” σ.303 (2011)

Από μικρός άκουγα τους χωριανούς να μιλούν ότι στο Μπούρινο υπήρχε ανεμόμυλος. Δεν τον είχαν δει εν λειτουργία. Κι αυτοί το είχαν ακούσει από τους παππούδες. ΄Έτσι έφτασε ως τα σήμερα.

            Μέσα μου η επιθυμία για ανάβαση, εύρεση φούντωνε όλο και περισσότερο με το διάβα του χρόνου. Τι έχει εκεί πάνω; Φαίνονται τοίχοι; Αν ανέβω μπορώ να τον βρω; Ερωτηματικά πολλά, πόθοι ευσεβείς. Από μέρες είχαμε κανονίσει με το Στέλιο την πραγματοποίηση της αποστολής.

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2004. Τότε που όλα τα μάτια του κόσμου ήταν στραμμένα στην Ελλάδα, στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Στις 5 η ώρα σηκώθηκα, ετοιμάστηκα, έκανα καφέ. Η ανυπομονησία είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Στις 6 η ώρα βγαίνω έξω από το σπίτι. Ο Στέλιος έχει αναμμένα τα φώτα του σπιτιού. Το χωριό κοιμάται ήσυχα. Από τον απέναντι δρόμο ένα αυτοκίνητο μ’ αναμμένα τα φώτα ανηφορίζει προς τις αχυρώνες. Παρατηρώ τη διαδρομή. Είναι ο Σκόδρας συνταξιούχος ελεγκτής των συγκοινωνιών, πηγαίνει να περιποιηθεί το κτήμα του κοντά στην Αγια –Τριάδα.

            Περιμένω ν’ ανοίξει ο Στέλιος. Μετά από 15 λεπτά του φωνάζω. Αμέσως ανταποκρίνεται. Είναι πανέτοιμος. Στις 6 .15 ξεκινάμε. Με χαρά ζωγραφισμένη στα πρόσωπα ανεβαίνουμε προς τα δέντρα του Αγίου Αθανασίου.

            Μετά από είκοσι πέντε λεπτά φτάνουμε στους πρόποδες του Μπούρινου. Μπροστά μας η βρύση με τις πολλές λεκάνες. Η ξηρασία μεγάλη. Από τη βρύση δεν τρέχει ούτε στάλα.

            Στις 6.45 κάνουμε την πρώτη πεντάλεπτη στάση. Τα αιωνόβια γέρικα δέντρα του Αγίου Αθανασίου μας βάζουν σε σκέψεις. Οι κορμοί θεόρατοι, τα ίδια επιβλητικά. Τα φύλλα λιγοστά. Οι πρόγονοί μας ευγενείς και ευσεβείς τα προστάτευαν από τα ποίμνιά των. Σήμερα τα λιγοστά ζώα δεν αφήνουν τα νεόφυτα να ορθοποδήσουν, να μεγαλώσουν, να αντικαταστήσουν τα παλιά.

            Ξεκινάμε την ανηφόρα ανάμεσα από καταπράσινα κέδρα και πυξάρια. Χόρτα και αγριολούλουδα πάμπολλα. Δεν υπάρχουν πια κοπάδια. Ωστόσο οι γιδόστρατες δεν έχουν ακόμα χαθεί.

Πιο πάνω τα πράγματα δυσκολεύουν. Τα πόδια κουράζονται. Ο ίδρως τρέχει ποτάμι. Ο Στέλιος δεν αποχωρίζεται το τσεκούρι. Το στειλιάρι το ’χω γεμάτο με καρφιά. Το έκανε ο συχωρεμένος ο νουνός μου (Γ.Δ. Αποστόλου) από δρύινο ξύλο. Σε μια συστάδα δέντρων το τσεκούρι πιάνει δουλειά. Το θράψο μετασχηματίζεται σε ραβδί απαραίτητο για την ανάβαση.

            Όσο ανεβαίνουμε, τα βουνίσια χόρτα όλο και γίνονται περισσότερα. Οι κοκκινότουφες, τροφή των μικρών ζώων δε στεγνώνουν ποτέ. Αυτά μαζεύανε οι Εξαρχιώτες στο βουνό, «στις βουρτόπες», τα συγκεντρώνανε στα δίχτυα, τα κατεβάζανε σε ομαλότερο έδαφος και τα φορτώνανε στα γαϊδουράκια. Το χορτάρι το πουλούσαν στη Σιάτιστα ή το αποθήκευαν στις αχυρώνες για τις δύσκολες μέρες του χειμώνα.

             Στα ανθισμένα αγριολούλουδα πλήθος εντόμων ρουφούν το νέκταρ. Τη χλωρίδα της περιοχής τη συμπληρώνουν τα θράψα, τα κέδρα, τα γαύρα. 


 

            8.45. Φτάνουμε στην περιοχή του ανεμόμυλου. Σταματάμε. Παίρνουμε μια ανάσα. Πίνουμε καφέ. Βγαίνουμε φωτογραφίες. Αντικρίζουμε από πάνω τον Έξαρχο, με τα πράσινα καλαμποκοχώραφα. Εδώ το τοπίο αλλάζει. Ο αέρας δυνατός. Η περιοχή ειδικά επιλεγμένη για τη λειτουργία του αερόμυλου. Τα χόρτα πλούσια. Η φτέρη οργιάζει. Ένδειξη ότι υπάρχει νερό. Πλησιάζουμε στον ανεμόμυλο. Τα ερείπια ορατά. Οι πέτρες τοπικές αλλά διαλεχτές. Σχηματίζουν κύκλο σ’ ένα χώρο τριάντα τετραγωνικών μέτρων. Δίπλα υπάρχουν αγριοκορομηλιές που μόλις διατηρούνται στη ζωή. Πιο πάνω σε απόσταση τριάντα μέτρων ένας τοίχος σε ευθεία γραμμή 15 μέτρων. Πιο κάτω ερείπια σπιτιών. Σίγουρα εκεί ήταν οικισμός. Από κει ξεκίνησε ο Έξαρχος. Εκεί κατοικήσανε οι πρώτοι Εξαρχιώτες. Δυτικά και σε απόσταση σαράντα μέτρων βγαίνεις στο σέλωμα στην κορυφογραμμή. Από δω αντικρίζεις την Παλιοκαρυά, το Βλαχοχώρι με τις αέναες υδατοπηγές, ως επίσης και το Παλιομανάστηρο της Τσιποτούρας.

            Ανεβαίνουμε διακόσια μέτρα πιο πάνω. Φτάνουμε στην τοποθεσία Κρόκος. Ένα πεδινό τοπίο. Εδώ φαίνεται να καλλιεργούσαν το ομώνυμο φυτό.

            Καθίσαμε στον αερόμυλο αρκετά. Αποκαλύψαμε τις λιθοδομές αφαιρώντας τα πανύψηλα χόρτα. Περιπλανηθήκαμε στα ακατοίκητα σπίτια. Δεν είμασταν μόνοι. Μαζί μας ήταν οι πρόγονοί μας. Οι άνθρωποι ενός ανώτερου πολιτισμού. Στην ηπειρωτική Ελλάδα δεν ήταν και τόσο διαδεδομένη η χρήση του ανεμόμυλου.  Όχι, ανεμόμυλο, αερόμυλο να τον λες μου ’λεγε η Σιούλου (Αθανασία Αποστόλου Ζαχαράκη).


 

            Γεμάτοι ικανοποίηση παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής. Όλα είχαν πάει καλά. Ξαφνικά ένα θεόρατο γεράκι περνά από τα κεφάλια μας. Αιφνιδιάστηκα. Δεν πρόλαβα να το φωτογραφίσω.

Κατευθυνόμαστε προς το δικό μας άγιο, στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Πάμε ν’ ανάψουμε τα καντήλια. Να προσευχηθούμε. Ο Στέλιος νοικοκύρης όπως πάντα, στενοχωριέται που βρίσκει τη λεκάνη της βρύσης γεμάτη με ζιαμπνάκια. Την καθαρίζει. Η αποχέτευση αποκαθίσταται.