Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

26Μια μικρή ιστορία… της ιστορίας της (Ποντινή Γρεβενών)



26. ΠΟΝΤΙΝΗ ΓΡΕΒΕΝΩΝ

26. Μια μικρή ιστορία… της ιστορίας της (Ποντινή Γρεβενών)

Γράφει η Κυριακή Τεμερτζίδου Βασιλειάδου



        Η Ποντινή, που μετονομάστηκε έτσι από Τόριστα το 1927, βρίσκεται στα νοτιοανατολικά του Νομού Γρεβενών σε υψόμετρο 840μ.

      Οι σημερινοί κάτοικοι είναι απόγονοι των Ελλήνων προσφύγων που ήρθαν το 1923 από τον Δυτικό Πόντο κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πολλοί από αυτούς κατάγονταν από την περιοχή του Αγιατζίκ (κωμόπολη κοντά στη Σινώπη), και συγκεκριμένα από τα χωριά Γιαλού, Άγιος Αντώνιος, Μόρζα, Τάιστα, Πινέφ, Τόσσος. Σήμερα τα χωριά αυτά υπάγονται στο Τουρκελί, 100 χιλιόμετρα δυτικά της Σινώπης. Άλλοι κατάγονταν από τα χωριά Κουσουρούφ, Σειχγοούν, Αρμουτλού που βρίσκονται στην περιοχή Χάβζα και, τέλος, λίγοι προέρχονταν από τις περιοχές της Τοκάτης και της Αμάσειας. Επίσης, υπάρχουν και λίγες οικογένειες ντόπιων με καταγωγή από τα Μέγαρα Γρεβενών, οι οποίες εγκαταστάθηκαν στην Ποντινή το 1932.

        Πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών, η Τόριστα κατοικούνταν από εξισλαμισθέντες Έλληνες. Όπως μου αφηγήθηκε ο αείμνηστος δάσκαλος Κωνσταντίνος Σιαμπανόπουλος, ο αγάς της περιοχής έταξε διάφορα προνόμια σε όσους από τους κατοίκους της Τόριστας αλλαξοπιστούσαν. Και, πράγματι, όσοι δεν άλλαξαν την πίστη τους έφυγαν για το Χρώμιο, ενώ όσοι εξισλαμίσθηκαν παρέμειναν στην Τόριστα.

        Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες από τον Πόντο στην Τόριστα το 1923, και για περίπου ένα εξάμηνο, έμειναν μαζί με τους Τούρκους κατοίκους του χωριού. Οι Τούρκοι κάτοικοι της Τόριστας, που έφυγαν από το χωριό το Μάρτιο του 1924, εγκαταστάθηκαν τελικά στην περιοχή Μούρσαλι Αϊδινίου της Τουρκίας, απέναντι από τη Σάμο. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, απόγονοί τους επισκέπτονται την Ποντινή για να δουν τα μέρη των προγόνων τους.

        Το 1923 οι Έλληνες κάτοικοι από την περιοχή του Αγιατζίκ μεταφέρθηκαν στο λιμάνι της Ινεάπολης κι από εκεί με καράβια έφτασαν στον Πειραιά και στο Κιάτο Κορινθίας. Οι κάτοικοι από τη Χάβζα, παρόλο που τα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου ήταν κοντά τους, αναγκάστηκαν από το τουρκικό κράτος να διασχίσουν με τα πόδια και λίγα κάρα όλη την Τουρκία προς το νότο, για να φτάσουν έτσι, με μεγάλες απώλειες στο Χαλέπι κι από εκεί στην Ελλάδα. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι στην περιοχή της Χάβζας κατά την περίοδο των διώξεων είχαν συσταθεί ελληνικά αντάρτικα σώματα για την προστασία των Χριστιανών.

       Στην ερώτηση γιατί κατά την ανταλλαγή οι Έλληνες δεν μεταφέρθηκαν από τα κοντινά σε αυτούς λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και αντί αυτού οδηγήθηκαν έτσι ώστε να διασχίσουν όλη την Τουρκία κάτω από εξαιρετικά αντίξοες και απάνθρωπες συνθήκες, ίσως μας απαντήσουν οι αρνητές της γενοκτονίας των Ποντίων. Και, βέβαια, είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι, ενώ τους δόθηκε η δυνατότητα να παραμείνουν στις εστίες τους αν αρνούνταν τη χριστιανική τους πίστη, αυτοί προτίμησαν τον ξεριζωμό.

       Οι πρόσφυγες που ήρθαν από τον Πόντο δεν γνώριζαν την Ελληνική γλώσσα, ωστόσο η ορθόδοξη πίστη ήταν εκείνη που κράτησε και την Ελληνική τους συνείδηση. Μία ηλικιωμένη γυναίκα που ήρθε τότε μικρή από την Τουρκία, σε ερώτησή μου γιατί δεν μιλούσαν ελληνικά μου είπε το εξής: «Όταν ήρθε ο Κεμάλ έβγαλε διαταγή όποιος μιλά ελληνικά να του παίρνουν το κεφάλι». Έτσι, οι γονείς έπαψαν να μιλούν και να μαθαίνουν ελληνικά στα παιδιά τους. Άλλοι έλεγαν ακόμα πως οι τουρκικές αρχές τούς ανάγκασαν να διαλέξουν τι ήθελαν να κρατήσουν, την ελληνική τους γλώσσα δηλαδή, ή τη θρησκεία τους, οπότε και αυτοί επέλεξαν να παραμείνουν χριστιανοί, ακόμα και αν έπρεπε να σταματήσουν να μιλούν στα ελληνικά.

         Σύμφωνα με μαρτυρίες, τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων στην Ποντινή, εκτός από τα πρωινά σχολεία για τα παιδιά, λειτουργούσαν και εσπερινά τμήματα για την εκμάθηση των ελληνικών στους ενήλικες.

          Οι κάτοικοι του χωριού από πολύ νωρίς ήρθαν σε επαφή με τους κατοίκους των γύρω περιοχών και, μάλιστα, υπήρξαν πολλοί γάμοι μεταξύ προσφύγων και ντόπιων ακόμη κι από την πρώτη ή δεύτερη γενιά.

           Ωστόσο, οι ταλαιπωρίες των ελλήνων προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Ποντινή δεν σταμάτησαν εκεί. Υποστήκανε την κατοχή των Γερμανών και τον εμφύλιο πόλεμο, κατά τον οποίο βρέθηκαν πάλι πρόσφυγες, αυτή τη φορά στην Κοζάνη, απ’ όπου, μετά το τέλος του τον Οκτώβριο του 1949, επέστρεψαν τελικά στο χωριό.

       Στο χωριό υπήρχε τζαμί που ήταν κτισμένο κάτω από το σημερινό κοινοτικό γραφείο και το οποίο γκρεμίστηκε το 1950. Από τις πέτρες του κτίστηκε ο νερόμυλος στην περιοχή «Σιουποτό», ενώ άλλες χρησιμοποιήθηκαν από κατοίκους για την ανέγερση των σπιτιών τους.

        Η σημερινή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής ανεγέρθη το 1950-51 στη θέση της παλαιάς μικρής εκκλησίας της Αγίας, η οποία χρονολογούνταν από το 1800 και στην οποία, σύμφωνα με αφηγήσεις των μεγαλυτέρων σε ηλικία, λειτουργούνταν οι πρόσφυγες όταν πρωτοήρθαν το 1923. Ένας θρύλος σχετικά με την παλαιά εκκλησία της Αγίας Παρασκευής αναφέρει ότι όταν κτιζόταν το τζαμί, οι Τούρκοι εργάτες πήγαν να πάρουν τα κεραμίδια και άλλα υλικά από την εκκλησία για να τα χρησιμοποιήσουν. Όμως, ένας από αυτούς έπαθε ατύχημα. Τότε ο αγάς σε ένδειξη θαυμασμού και δέους προς το όνομα της Αγίας έδωσε εντολή να μην πειραχτεί καθόλου ο ναός, οπότε και διατηρήθηκε μέχρι το 1950. Ο νέος Ναός υπέστη μεγάλη καταστροφή στο σεισμό του 1995, όμως οι τοίχοι και οι κολώνες ενισχύθηκαν με τσιμεντενέσες  και πάλι αγιογραφήθηκε με δωρεές των κατοίκων. Τα κοιμητήρια βρίσκονταν στο προαύλιο της εκκλησίας και μεταφέρθηκαν στη σημερινή τοποθεσία το 1951-52. Τα μουσουλμανικά κοιμητήρια βρίσκονταν στην αριστερή πλαγιά, στην έξοδο του χωριού προς το Παλαιοχώρι.

      Εκτός από την παλαιά εκκλησία της Αγίας Παρασκευής υπήρχαν και τέσσερα ξωκλήσια, τα οποία όμως είχαν ήδη καταστραφεί πριν γίνει η ανταλλαγή των πληθυσμών, ενώ μέχρι σήμερα διατηρούνται μόνο χαλάσματα: ο Άγιος Νικόλαος στην ομώνυμη περιοχή, ο Άγιος Γεώργιος κοντά του και προς το Πυλωρί, η Αγία Τριάδα στο δάσος κοντά στη βρύση «τιφισέλι» και ο Άγιος Αθανάσιος κοντά στο σημερινό γήπεδο. Ο τελευταίος αυτός ναός μάλιστα, κτίσθηκε πάλι από τους σημερινούς κατοίκους τη δεκαετία του 1980, όμως έπαθε μεγάλες ζημιές στο σεισμό του 1995, οπότε και κατεδαφίστηκε. Σήμερα, υπάρχει στο χωριό το εικονοστάσι της Αγίας Βαρβάρας που κτίσθηκε από τον στρατό το 1947, μετά από μία μάχη που έγινε εκεί κατά τον εμφύλιο πόλεμο.

       Στην Ποντινή υπήρχαν επίσης πέντε κρήνες: μία στον πάνω μαχαλά, μία στη θέση «τζαμί», μία στου «Γιάκοβου», μία στην εκκλησία και η «ασακί τσεσμέ» στην είσοδο του χωριού από Γρεβενά. Μετά την παροχή νερού στα σπίτια, δυστυχώς καταστραφήκανε όλες, εκτός από αυτή του πάνω μαχαλά.

      Παλιότερα, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι είχαν τους κήπους τους κοντά στο ποτάμι στις θέσεις «σιουποτό», «βατσινιά» και στο δάσος στην περιοχή «τιφισέλι». Τώρα έχουν πια τους κήπους κοντά στα σπίτια τους.

       Πάντοτε στο χωριό λειτουργούσε δημοτικό σχολείο και νηπιαγωγείο. Δυστυχώς, λόγω έλλειψης μαθητών τα νεότερα χρόνια, η λειτουργία τους σταμάτησε το 1997 με τελευταίους δασκάλους τον Ντάγκα Ιωάννη και τον Κωστόπουλο Αργύρη.

      Την περίοδο 1961- 1970 υπήρξε ένα μεταναστευτικό κύμα των κατοίκων της Ποντινής προς τη Βόρεια Ευρώπη, και κυρίως τη Γερμανία, απ’ όπου βέβαια και πολλοί επέστρεψαν πάλι στο χωριό.       

      Σήμερα, οι μόνιμοι κάτοικοι της Ποντινής ασχολούνται με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Την περίοδο 1974-2003 ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια του καπνού, που έφερε οικονομική ευμάρεια στους κατοίκους. Όσο λειτουργούσαν τα μεταλλεία της Σκούμτσας, αρκετοί κάτοικοι δούλευαν και εκεί, ενώ με το κλείσιμο των μεταλλείων αρκετοί διορίστηκαν στη ΔΕΗ στην Κοζάνη, απ’ όπου μετά την συνταξιοδότησή τους πολλοί επιστρέφουν στο χωριό.

      Οι κάτοικοι της Ποντινής είναι φιλήσυχοι, εργατικοί και φιλόξενοι. Με μία επίσκεψη στο χωριό μπορεί κανείς εύκολα να το διαπιστώσει..

                                                                                Κοζάνη 7-7-2016.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου