Βασίλη Αποστόλου
Δασκάλου του Αου Δημοτικού Σχολείου Κοζάνης
Προτομές-Ανδριάντες –Μνημεία Κοζάνης
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης
Κοζάνη 2006 σελίδες:238
ISBN:960-87195-6-9
Κεφάλαιο 13.ΝΙΚΟΛΑΟΣ Κ. ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ
Στην κύρια όψη του ανδριάντα με εγχάρακτα γράμματα διαβάζουμε.
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Κ. ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ
ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΥΣ
ΚΟΖΑΝΗ 1795 ΣΤΥΛΙΣ 1871
Στην αριστερή πλευρά
ΕΣΤΗΘΗ ΜΕΡΙΜΝΗ
ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ
ΚΟΖΑΝΙΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
«Ο ΛΑΣΣΑΝΗΣ»
1974
Στη δεξιά πλευρά
ΕΡΓΟΝ ΑΛΙΚΗ ΧΑΤΖΗ
Γεννήθηκε στην Κοζάνη το έτος 1795. Από τον κώδικα γεννήσεων και βαπτίσεων της Μητροπόλεως Κοζάνης (σελ. 180) διαβάζουμε. Εις τη στήλη Αύγουστος 1795 η τετάρτη κατά σειρά αναγραφή αναφέρει. Εβαπτίσθη ο νικόλαος του Κωνσταντίνου κασούμη ανάδοχος ο θεόδωρος του γερασίμου βλάχος.(14\6)
Ο Κασομούλης γράφει στα στρατιωτικά ενθυμήματα για τον πατέρα του. (26\ν΄) Ο Aυλιώτης το έτος 1795 πολεμούσε στην Κοζάνη τη φατρία του Αλήπασσα. (οπαδοί του Κοντορούση) Οι εχθροί του Αυλιώτη ζήτησαν τη βοήθειά του. «Ο Αυλιώτης ξιφήρης εξελθών εφονεύθη. Ο πατήρ μου οπαδός τούτου εκινδύνευσε και μετώκησε έκτοτε εις Μπλάτσι, από όπου ήταν η μητέρα μου, προσκολληθείς εις τον Ιωάννη Φαρμάκη θείο της».
Ο πατέρας του διατηρούσε εμπορικό κατάστημα στις Σέρρες. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στην Τσαρίτσανη και στη συνέχεια στα σχολεία της Σιατίστης.
Περαιτέρω η βιογράφηση βασίζεται στις πληροφορίες που παίρνουμε από τους τρεις τόμους των Στρατιωτικών Ενθυμημάτων του ιδίου, που γράφτηκαν την περίοδο 1832-1841.
Μέλος της Φιλικής Εταιρείας
Το Δεκέμβριο του 1820 ξεκινά από το λιμάνι των Σερρών και μετά από 13 μέρες φτάνει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Συναντάται με τον έμπορο Θεόδωρο Τοσίτσα. Παραμένει για δυο μήνες κι επισκέπτεται τις αρχαιότητες της Αιγύπτου. Κατά την επιστροφή του επισκέπτεται τη Σμύρνη. Μυείται και ορκίζεται στη Φιλική Εταιρεία. «Μετά την ορκωμοσία μου ως φιλικού η ψυχή μου άναψε από τον προς την πατρίδα ζήλο, και δεν έβλεπα τον καιρόν να φτάσει η ώρα». (26\ Τ.1ος 133)
Ερχόμενος στις Σέρρες, μεταφέροντας με πλοίο καφέ, έρχεται σε επαφή με το Μητροπολίτη Χρύσανθο ο οποίος χαίρεται που ο Κασομούλης έγινε μέλος της Εταιρείας.
Γνωστοποιεί στον πατέρα του για τη μυστική Εταιρεία. «Πρόσεχε, παιδί μου, να μην απατηθούμε καθώς εις τον καιρό του Τζάρα επί Σινέφη, και του Παπα Θύμιου Μπλαχάβα (1808), και εξαφανισθούμε, διότι αυτά τα έκαμα δυο φορές, και εις τα δύο ευρέθη απατημένος». Η απάντηση του πατέρα τον πίκρανε. Λέει συγκεκριμένα: «Εκείνη τη στιγμή μ’ εφάνη ο μεγαλύτερος εχθρός της ανθρωπότητας».(26\135)
Μετά από τις πρώτες επιφυλάξεις ο πατέρας του πείθεται, μυείται στη Φιλική Εταιρεία, συγκεντρώνει στρατιώτες και οχυρώνει μοναστήρι της περιοχής των Σερρών. Ο ίδιος με τα αδέρφια του Γιώργο και Μήτρο μεταβαίνουν στο μοναστήρι με άδεια του τοπικού Μπέη.
Μετάβαση στη Σιάτιστα
Αποφασίζει να μεταβεί στην πατρίδα του, έχοντας και την άδεια της εξουσίας των Σερρών. Αναφέρει σχετικά «εκεί όπου είχαμε άσυλα περισσότερα, ως ελευθερώτερα μέρη που είχαμε πάντοτε». (26\Τ.1ος 136)
Έχοντας το διαβατήριο του πραματευτή και δύο δούλους ντυμένους ως στρατιώτες φτάσανε έξω από τη Θεσσαλονίκη στα μέσα Μαΐου 1821. Οι Τούρκοι φύλακες του ποταμού ζήλεψαν τα κόκκινα παπούτσια του.
Μετά από κοπιαστική διαδρομή αναφέρει: «έφθασα στη Σιάτιστα, στη μητέρα μου, εις τας αδελφάς μου, εις τους πατριώτας μου, εις τους συμμαθητάς μου και διδασκάλους μου, αφού δέκα χρόνους δεν είχαν με ιδεί». (Τ.1ος\σ.138) «Αι γωνίαι γέμισαν από τα δάκρυα των δύο μικρών και χαριτωμένων αδελφιδών μου Αικατερίνης και Σουλτάνας και της μητρός μου (μητριά) Αλεξάνδρας και λοιπών συγγενών μου». (26\145)
Επαναστατική σύσκεψη καπεταναίων
Την 1η Σεπτεμβρίου 1821, αναχωρεί από τη Σιάτιστα για την Καστανιά Κατερίνης, κοντά στον Κολινδρό, για να παραβρεθεί στη σύσκεψη των καπεταναίων του Ολύμπου. Επελέγη ως εκπρόσωπος της Σιάτιστας από το Μητροπολίτη, το Νιόπλιο και άλλους προκρίτους.
Πήρε μαζί του 25 ενόπλους Σιατιστείς. Πήγε πρώτα στο Μοναστήρι της Ζάμπορντας, ο ηγούμενος του έδωσε οδηγό και έφτασε στο χωριό Μεταξά όπου συνάντησε τον αδελφό του καπετάνιου Μπζιώτα. ΄Οταν έφτασε στην Καστανιά, συνάντησε τον καπετάνιο Διαμαντή με 300 ενόπλους. Στη σύσκεψη των καπεταναίων αποφασίστηκε ο Κασομούλης με τον αδελφό τού Διαμαντή, τον καπετάνιο Κώστα, να μεταβούν στον Εμμανουήλ Παπά στη Χαλκιδική, στον Υψηλάντη, στον Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο για να ζητήσουν βοήθεια. Οι Ψαριανοί που βρισκόταν στο λιμάνι του Ελευθεροχωρίου Κατερίνης προσφέρθηκαν να τους μεταφέρουν με το καΐκι τους.
Για τη συνάντησή του με τον Εμμανουήλ Παπά, ο οποίος είχε γραμματέα τον ιεροδιάκονο Θεοφάνη από την Εράτυρα τον μετέπειτα επίσκοπο, γράφει: «γνωρισμένοι μικρόθεν με τους υιούς του και αχώριστοι νυχθημερώς συναναστρεφόμενοι, με θεωρούσαν απ’ αρχής ως άλλον υιόν τους».
Αποστολή στη νότια Ελλάδα
Στην Ύδρα (22 Σεπτεμβρίου 1821) ο Λάζαρος Κουντουριώτης τους υπόσχεται βοήθεια. Υποσχέσεις παίρνει και από τους προκρίτους των Σπετσών. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1821 αποβιβάζεται στους Μύλους, λιμάνι του Ναυπλίου. Μαθαίνει για την άλωση της Τριπολιτσάς. Την επισκέπτεται, γράφει σχετικά: «Οι χωριάτες εξερχόμενοι φορτωμένοι λάφυρα από Τριπολιτζάν, σίδηρα, στάμνες, παλιοτζούκαλα, παλαιοαργαλειούς, πιθάρια, παραστάτας από παράθυρα, κουβαλούσαν και ο δρόμος δεν άδειαζε. Εις τα οχυρώματα ως λόφοι εφαίνοντο τα διάφορα λάφυρα, και αυτά ήταν για τους στρατοπεδευμένους».
Στις 27 Σεπτεμβρίου ο Κασομούλης συναντάται με τον Κολοκοτρώνη. Στο σπίτι του οργανώνεται γλέντι. Σηκώνει για χορό «και ημάς τους ήρωας Ολυμπίους».
Την άλλη μέρα παραθέτει τις επιστολές των Ολυμπίων στη συνεδρίαση των οπλαρχηγών που πραγματοποιήθηκε στην Τριπολιτσά. Αναφέρει: «Εκτός του Πετρόμπεη, του Κολοκοτρώνη, και Αναγνωσταρά και άλλων τινών καπιταναίων , οίτινες εγνώριζαν τους άνδρας του Ολύμπου ως φίλους και συντρόφους των, οι περισσότεροι οπλαρχηγοί …δεν ήξευραν και αν υπάρχει Όλυμπος στην Ελλάδα, όχι και Αρματολοί παλαιοί χρήσιμοι δια την επανάστασιν».
Ο Κασομούλης στη συνεδρίαση τους είπε «Αδελφοί ήλθαμε με γράμματα να μας εφοδιάσετε με πολεμοφόδια. Αν φροντίσετε περί ημών, ο πόλεμος μένει εις ημάς και σεις έχετε καιρόν να μοιράσετε τα λάφυρά σας, αν αδιαφορήσετε, στοχαστείτε ότι δεν θέλετε δυνηθεί να τα διαφυλάξετε, όσα κι αν πάρετε, διότι οι Τούρκοι οπίσω είναι δεν τελείωσαν».
Ο Παλαιών Πατρών πήρε παράμερα τον Κασομούλη και του είπε: «Παιδιά μου, ελάτε να σας είπω την αλήθεια εγώ. Ημείς εδώ μόνο με την ελπίδα προς το Θεό επαναστατήσαμε χωρίς βοήθεια, χωρίς κανένα μέσο, χωρίς μπαρούτι, χωρίς μολύβι, τα παγούρια ανάλυσαν οι χωρικοί και οι πολίτες … Ευχής έργο είναι να σας δώσουμε όσα ζητείτε, πλην κοιτάξετε. Έμεινε τίποτε ως εθνικό ή μολύβι ή μπαρούτι ή ντουφέκι. ‘Όλα τα λαφυραγώγησαν δι’ ότι τοιαύτη είναι η περίστασις».
Αποχωρούν άπρακτοι. Βοήθεια δεν τους δίνεται. Στο Άργος συναντά το Δημήτριο Υψηλάντη. Του παραδίδει τη σημαία της επανάστασης, «τρίχροον και με φοίνικα ζωγραφισμένη και με σταυρόν χρυσωμένον στην κορυφή». Ακόμα μια απρόσμενη συνάντηση. «Εγώ ανταμώθην με τον Σωτήρη Ιωάννου, όστις με ώρκισεν εις την Σμύρνην, και δεν εχορταίναμε νύκτα μέρα λέγοντας και φιλούμενοι και συγκατοικούντες».
Ο Ηλίας Χρυσοσπάθης με 300 παλικάρια και ο Παπαφλέσσας εκδηλώνουν στον Κασομούλη τη θέλησή τους να μεταβούν στον Όλυμπο να κηρύξουν την επανάσταση. Ο Υψηλάντης αποφάσισε να σταλεί ως αρχηγός των Ολυμπίων, ο υπασπιστής του, ο Γρηγόριος Σάλλας. Ως βοήθεια δίδει 4 κανόνια, λάφυρα της άλωσης της Τριπολιτσάς. Για τη μεταφορά των στο λιμάνι των Μύλων χρησιμοποιήθηκαν 150 Τούρκοι αιχμάλωτοι.
Στην περιοχή του Ναυπλίου διεξάγονται πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων. Ο Κασομούλης παίρνει μέρος «και από αυτού πρωτάρχισα να πολεμώ τον Τούρκον». (26\Τ.1ος σ.163)
Στις 14 Νοεμβρίου με το Σάλλα φτάνουν στην Ύδρα. Το διαβατήριο της Ύδρας, 10 Δεκεμβρίου 1821 αναφέρει τα χαρακτηριστικά του. «ανάστημα σωστόν, μαλλιά καστανά, μέτωπο ευρύχωρο, οφρύδια καστανά, ομμάτια γαλανά, μύτη σωστή, μουστάκια καστανά, στόμα μέτριο».
Ο Γεώργιος Νικολάου φίλος του, του προσφέρει 4.000 κιλά καπνό και το αλλάζει στα Ψαρά με μπαρούτι και μολύβι. Του υπόσχεται σιτάρι από τα αποθέματα της Μακεδονίας. Μεταβαίνουν στη νήσο Κέα για βοήθεια χωρίς επιτυχία. Στις 15 Δεκεμβρίου 1821 φτάνουν στην Τήνο. Επισκευάζουν τα αμάξια των τεσσάρων πυροβόλων.
Στις 29 Δεκεμβρίου βρίσκονται στη Μύκονο κι από κει συνεχίζουν για τη Νάξο.
Απόβαση στις ακτές του Ολύμπου. Επαναστατική εξέγερση.
Στις 18 Φεβρουαρίου 1822 με δύο Ψαριανά πολεμικά πλοία μεταφέρει στρατιώτες και εφόδια στις ακτές του Ολύμπου. Προηγούμενα είχε βομβαρδίσει με το ένα πλοίο το λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Ο Σάλλας, αξιωματικός του ρωσικού στρατού, γεννημένος στη Βεσσαραβία της Ρωσίας αποδείχτηκε ακατάλληλος και ανάξιος να ηγηθεί της επανάστασης στη Δυτική Μακεδονία. Επί τέσσερις μήνες αφότου ανέλαβε την αρχηγία περιφερόταν στην Ύδρα και στα νησιά των Κυκλάδων. Γλεντοκοπούσε με τις γυναίκες. Κύριο μέλημά του η ετοιμασία φανταχτερής στολής.
Στις 8 Μαρτίου 1822 αρχίζουν οι εχθροπραξίες. Εισβάλλουν στον Κολινδρό πετυχαίνοντας την πρώτη νίκη. Με τη βοήθεια των δύο πυροβόλων, δώρο της πατρίδας Ελλάδας προς τη Μακεδονία, καταφέρνουν πλήγματα στα τουρκικά στρατεύματα.
Ο αδελφός του Γιώργης, μαχητής της Νάουσας, απεσταλμένος του πατέρα του τού πληροφορεί τα σχετικά για την επανάσταση της Νάουσας. Η επανάσταση στον Όλυμπο εκφυλίζεται. Ο τοπικός πληθυσμός επηρεασμένος από τα γεγονότα της Χαλκιδικής δε συμμετέχει. Η Νάουσα αβοήθητη από τους επαναστάτες του Ολύμπου υποκύπτει και καταστρέφεται.
Ο καπετάνιος Διαμαντής, συμπολεμιστής του Κασομούλη, τον παροτρύνει να μεταβεί στη Σιάτιστα και Κοζάνη με σκοπό να τις επαναστατήσει. Ο Κασομούλης έδωσε την παρακάτω απάντηση η οποία προκάλεσε δυσαρέσκεια και είχε ως αποτέλεσμα οι δύο άντρες να χωρίσουν στις 27 Μαρτίου 1822: «αν δεν ιδώ στρατόπεδον συγκεντρωμένον εδώ, ώστε να είναι αρκετόν να στέλνει βοήθεια παντού, ποτέ δεν θέλω συγκατανεύσει εις τούτο το επιχείρημα, να εξολοθρευτούν δύο πόλεις απ’ αιώνος ελεύθερες από Τούρκους». (26\Τ.1ος σ.204)
Με δέκα στρατιώτες του μεταβαίνει στο Καταφύγι, συναντάται με τους αρματολούς Μπζιωταίους και τους πείθει να επαναστατήσουν. Πράγματι σημειώθηκε εξέγερση, όταν τουρκικό τάγμα στρατοπέδευσε στις θέσεις Κουκλόβρυση και Κομμένοι.
Οι τελευταίες μάχες των Ολυμπίων με τους Τούρκους ήταν οδυνηρές για τους έλληνες αγωνιστές. Ο Κασομούλης με τους στρατιώτες του και τον αδελφό του Γιώργο παίρνει την απόφαση να συνεχίσει τον αγώνα στη Νότιο Ελλάδα και συγκεκριμένα στην περιοχή του Ασπροπόταμου (πηγές Αχελώου ποταμού) κοντά στον οπλαρχηγό Στορνάρη. Ο αδελφός του Μήτρος είχε πάρει άλλο δρόμο μετά την κατάρρευση της επανάστασης των Ολυμπίων.
Από το Καταφύγι πληρώνει οδηγό να τους οδηγήσει ως το Μεταξά. Εκεί πείθονται από τον καπετάνιο Μπλαχάβα να αφήσουν τα άρματα, να ντυθούν με πτωχικά ενδύματα, για να φτάσουν με ασφάλεια στον προορισμό.
Άφιξη στην επαναστατημένη νότια Ελλάδα
Έρχεται σε επαφή με τον καπετάνιο Στορνάρη. Διορίζεται γραμματικός του. Μαζί με το Σάλλα μεταβαίνουν στην Πελοπόννησο, συναντούν τον Υψηλάντη και του ενημερώνουν το τέλος της επανάστασης του Ολύμπου.
Μαζί με άλλους 30 πατριώτες εγκαταλείπει την Πελοπόννησο. Στην Αθήνα συναντάται με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. «Ο Οδυσσέας ήταν σκυθρωπός, ολιγόλογος και σιγανός στην ομιλία του, επόπτευε τα φαγητά, τα πιοτά και κάθε είδος που ημπορούσε να περιέχει θάνατο». (26\242)
Στα Φουρνά της Ευρυτανίας βρίσκει τον Τασιούλα από τη Σιάτιστα σε ελεεινή κατάσταση. Ο Καραϊσκάκης του προτείνει να συμπεριληφθεί στο στράτευμά του. Αρνείται. Φτάνει και εγκαθίσταται στο χωριό των Στουρναραίων, Κούτζιανα Ασπροποτάμου περιοχή των Αγράφων.
Από τον αδελφό της μητέρας του μαθαίνει για την οικογένειά του, «ο πατήρ μου πολεμών δύο ημέρας εις εν οικίσκον, μετά την έφοδον των Τουρκών εις Νάουσαν, μόνος με τον αδελφόν μου Γιάννη και με την μητέρα μου και αδελφαίς …πολεμών ανδρείως εφόνευσε 18 εχθρούς και έλαβε τρεις πληγάς». Μετά πάροδο 4 ωρών απέθανε, η δε οικογένειά του αιχμαλωτίσθηκε από τους Τούρκους. Ζήτησαν από τους θείους του στο Πισοδέρι 25 χιλ. γρόσια για απελευθέρωση.
Ο Θανάσης Μπλαχάβας του στέλνει τα άρματά του ως και των άλλων στρατιωτών που είχαν αφήσει κατά τη διάβασή των.
Υπερασπιστής του Μεσολογγίου
Στις 29 Ιουλίου 1825 βρίσκεται στο Μεσολόγγι, έχοντας μαζί του και τα δύο άδέρφια του Γιώργο και Μήτρο. Ο Μήτρος μετά από περιπετειώδη διαδρομή μέσω Σερβίας και Αυστρίας με άλλους πατριώτες γύρισαν στη Ρούμελη κοντά στο Ν. Κασομούλη να συνεχίσουν τον επαναστατικό αγώνα.
Στις 19 Αυγούστου 1825 ο Γιώργος Κασομούλης στάλθηκε από το στρατηγό Στορνάρη στο Ναύπλιο να εισπράξει τους μισθούς των στρατιωτών. Κατά την έξοδο του Μεσολογγιού 11 Απριλίου 1826 ο αδελφός του Κασομούλη Μήτρος σκοτώθηκε, όπως κι ο καπετάνιος Στορνάρης, ενώ ο Γιώργος σώθηκε. Γράφει για τον αδελφό του Μήτρο: «Μας άφησε και εμένα και τους λοιπούς αδελφούς μου τον μεγαλύτερο πόνο εις την καρδιά. … Είχε μανία να έχει όλο τον κόσμο φίλους και κανένα εχθρό. Ήταν 20 χρονών τότες. Αιωνία σου η μνήμη, αυταδελφέ μου. Επήγες κατά μίμησιν του πατρός μας, όστις μας ανέθρεψεν εις τα αισθήματα της ελευθερίας, και απέθανες κατά την επιθυμία του».
Στις 3 Ιουνίου 1826 ως μέλος τριμελούς επιτροπής διενεργεί έρανο για τα λείψανα της Φρουράς του Μεσολογγίου.
Καπετάνιος της Επανάστασης. Στρατιωτική σταδιοδρομία.
Μετά το θάνατο του καπετάνιου Στορνάρη πήρε μέρος σε πολλές μάχες ως καπετάνιος πλέον. Όπως βεβαιώνει ο ίδιος είχε στις διαταγές του σώμα από 135 παλικάρια. Συμμετέχει στη μάχη του Πειραιά, τον Απρίλιο του 1827, με το Γ. Καραϊσκάκη
Στις 13 Μαρτίου 1828 διορίζεται από τον Καποδίστρια, πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας, εκατόνταρχος, δέκατος στη σειρά της Β χιλιαρχίας. Ο Στρατάρχης Δ. Υψηλάντης στις 1 Σεπτεμβρίου 1828 διορίζει το Νικόλαο Κασομούλη μέλος δικαστικών επιτροπών. Στις 26 Φεβρουαρίου 1829 οι Τουρκικές αρχές αποφυλακίζουν τη μητέρα του, τις δύο αδερφές του και τον αδερφό του Ιωάννη « ότι εις τον καιρόν της Νιάουστας είχεν υποπέσει εις σκλαβιά και εξαγοράσθηκε παρά των συγγενών της».(26\Τ.1ος νζ΄)
Το 1830 η χήρα του καπετάνιου Στορνάρη διαλύει τον αρραβώνα της κόρης της Φωτεινής με τον Κασομούλη. Παρουσιάζεται στον Καποδίστρια και ζητά να προικίσει την κόρη της. Ο Κυβερνήτης ως προστάτης των τέκνων των αγωνιστών την προίκισε με 200 δίστηλα. Ο Κασομούλης διαμαρτυρήθηκε για τα συμβάντα, στη χήρα Στορνάρη και στο Βιάρο αδερφό του Κυβερνήτη. (26\Τ3ος σ,329)
Το Γενάρη του 1831 με στρατιωτική δύναμη φτάνει στην Καλαμάτα και αποτρέπει στρατιωτική ανταρσία. Στις 19 Μαρτίου 1832 για τις καλές του υπηρεσίες προβιβάζεται σε επιλοχαγό. Φρούραρχος Ναυπλίου αναλαμβάνει στις 20 Μαρτίου 1840. Ο αδελφός του Γεώργιος σε συμπλοκή με ληστές τον Νοέμβριο του 1837 σκοτώνεται. Τον Οκτώβριο του 1843 συμμετέχει στην τριμελή επιτροπή σύνταξης οργανισμού του στρατού. Τον Αύγουστο του 1844 υπηρετεί ως επιτελής στο σώμα οροφυλακής Φθιώτιδος. Με το βαθμό του Ταγματάρχου διορίζεται φρούραρχος Χαλκίδας το Σεπτέμβριο του 1847. Τον Οκτώβριο του 1850 διορίζεται φρούραρχος Λαμίας.
Το 1854 τίθεται σε αργία από το στράτευμα, γιατί βοηθά τους επαναστάτες της Μακεδονίας. Το 1858 τοποθετείται φρούραρχος Λαμίας με το βαθμό του αντισυνταγματάρχου. Το 1861 αποστρατεύεται με το βαθμό του συνταγματάρχου. Πέθανε το 1872 στη Στυλίδα και θάφτηκε κατά επιθυμία του στον ίδιο τάφο με το γιό του. Εις τη χήρα του απενεμήθη σύνταξη αποστράτου συνταγματάρχου από 1ης Φεβρουαρίου 1872. (8\27) Από τον πόλεμο του Εικοσιένα έφερε δύο τραύματα. Η πολιτεία τον τίμησε με δύο παράσημα με το αργυρούν αριστείο του αγώνος και του Σωτήρος.
Ο γάμος του
Το έτος 1840 παντρεύτηκε τη Μαρία Ανδρέου από τη Στυλίδα. Ήταν γυναίκα σπάνιας ομορφιάς, την απάντησε στο δρόμο, «ξαφνικά χτυπήθηκε από την ομορφιά της, τόσο που υποχρέωσε τον αρραβωνιαστικό, να τραβήξει χέρι από το κορίτσι, και το κορίτσι αυτό γίνηκε γυναίκα του». (26\κε΄). Από το γάμο του απόκτησε ένα γιο τον Κων\νο που αποφοίτησε από τη σχολή Ευελπίδων ως λοχίας το 1864. Πέθανε από ασθένεια το 1865.
Συγγραφικό έργο
΄Εγραψε τα «Στρατιωτικά Ενθυμήματα» της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833 ως και την «Ιστορία του Αρματολισμού» τα οποία επιμελήθηκε ο Γ. Βλαχογιάννης. Το έργο είναι τρίτομο.
Ο πρώτος τόμος περιέχει τον πρόλογο του Βλαχογιάννη αριθμημένο με ελληνικά στοιχεία ως το οζ΄, και 459 σελίδες στρατιωτικών ενθυμημάτων. Ο δεύτερος περιέχει 691 σελίδες και ο τρίτος 629 σελίδες.
Η έκδοση του τρίτομου έργου πραγματοποιήθηκε με τη χορηγία της ΠΑΓΚΕΙΟΥ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ με εποπτεία του ισόβιου μέλους της, του Μακεδόνα συμπατριώτη μας Φίλιππο Δραγούμη του Στεφάνου με απόφαση της 17 Ιουνίου 1930 ως προσφορά για τα πανηγυρικά εκατόχρονα της ανεξαρτησίας. Πρόεδρος της Επιτροπής ήταν ο Μητροπολίτης Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος.
Η έκδοση του πρώτου τόμου έγινε το 1939, του δευτέρου το 1940 και του τρίτου το 1942. Ο Βλαχογιάννης βρήκε το χειρόγραφο σε απόγονο του Κασομούλη στη Θεσσαλονίκη το έτος 1929. Υπήρξε ο μοναδικός Μακεδόνας που έγραψε απομνημονεύματα την περίοδο της Εθνεγερσίας. Αποτελούν σημαντική πηγή, τόσο για την κλεφταρματολική παράδοση στη Μακεδονία, όσο και για τα σύντομα διάρκειας επαναστατικά κινήματα που παρουσιάστηκαν στη Μακεδονία κατά την περίοδο της επανάστασης του Γένους. Άρχισε να τα γράφει στις 15 Νοεμβρίου 1832. Τα τελείωσε με διακοπές στις 4 Μαΐου 1841.
Ο δικηγόρος Αθηνών Πέτρος Πέννας εκ Σερρών καταγόμενος με επιστολή του προς το Νικόλαο Δελιαλή, έφορο Δημοτικής βιβλιοθήκης Κοζάνης στις 23-11-1939 σχετικά με το βιβλίο του Κασομούλη γράφει: «Τυχαίως μεταβαίνων εις το βιβλιοπωλείο προς αγορά ενός άλλου βιβλίου, το είδα στη βιτρίνα κι αμέσως έσπευσα να το αγοράσω. Η καρδιά μου αληθινά σκίρτησε διότι από τον καιρό που μου γράψατε γι’ αυτό πάντα το είχα κατά νου. Πόσο πολύτιμο είναι το βιβλίο αυτό του Κασομούλη θα το δείτε και μόνοι σας. Όσον αφορά για την ιστορία των Σερρών μου παρέχει πλείστας πληροφορίας. Διότι ο ευλογημένος έμενε στις Σέρρες προ της εκρήξεως της επαναστάσεως από πολλών ετών μετά του εμπορευομένου εκεί πατρός του και αδερφού του».
Σήμερα το τρίτομο έργο του Κασομούλη κυκλοφορεί σε καλαίσθητους τόμους κι από τις εκδόσεις του Απόστολου Χαρίση « δημιουργία», που εκδόθηκαν το έτος 1997 εμπλουτισμένους με ευρετήριο.
Αποσπάσματα από τα ενθυμήματα στρατιωτικά της επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833
Τόμος 1ος
Οι πρώτες σειρές αφιερώνονται στους παράγοντες διατήρησης του Έθνους.
«Από τα διάφορα ιστορικά και εκκλησιαστικά συγγράμματα και από αυτά τα πράγματα γνωρίζοντες ότι η Ελληνική γλώσσα, ο χαρακτήρ και τα έθιμα του Ελληνικού λαού μετά την πτώσιν του Βασιλείου μας εδιατηρήθησαν υπό την επαγρύπνησιν του Κλήρου μας και των διαφόρων πεπαιδευμένων του Έθνους μας, και δια της κοινής ευλαβείας προς την αγίαν ημών Θρησκείαν».(σ.2)
Για τους αρματολούς.
«Οι Αρματολοί,…χαιρόμενοι κάποια προνόμια ανεξαρτησίας, κληρονόμοι του ανεξαρτήτου πνεύματος των προκατόχων των,…ούτοι όχι μόνον τον αυχένα των εις τον ζυγόν των τυράννων δεν έκλιναν να πληρώσουν χαράτσι αλλά αντισταθέντες πολλάκις με τα όπλα εις τας ορδάς των διαφόρων αρχηγών Οθωμανών…συνήθισαν δια της επιμονής των να συμμερισθούν την εξουσία των τοπαρχών Οθωμανών Θετταλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας, και να λάβουν και προνόμια ανεξαρτησίας, να προφυλάξουν με αυτήν αναλλοίωτα τα έθιμα και τη θρησκεία του λαού».(σ.3)
Τόμος 2ος
Από την έξοδο του Μεσολογγίου, όπως τη βίωσε ο Κασομούλης μιας και ο ίδιος υπήρξε υπερασπιστής και εξοδίτης.
«Από τα μέσα Φεβρουαρίου 1826 άρχισαν πολλές φαμελιές να στερούνται το ψωμί. Μία Μεσολογγίτισσα Βαρβάρινα ωνομάζετο ήτις περιέλθαπε ασθενή και τον αυταδερφό μου Μήτρο, ετελείωσε την τροφήν της και μυστικά, μαζί με άλλες δύο φαμελιές Μεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι και το έφαγαν».
«Μία συντροφιά στρατιωτών είχε έναν σκύλον και κρυφά αυτοί τον έσφαξαν και τον εμαγείρευσαν».
«Οι στρατιώται πλέον αυθαδίασαν και άρπαζαν οποιονδήποτε σκύλο ή γάτα εύρισκαν στο δρόμο».
«Άλογα δεν είχαν μείνει παρά μόνο τρία».
«Αρχίσαμε, περί τας 15 Μαρτίου ταις πικραλίθραις, χορτάρι της θάλασσας. Το εβράζαμεν πέντε φορές έως όπου έβγαινε η πικράδα και το τρώγαμεν με λάδι και ξύδι ωσάν σαλάτα. Εδόθησαν και στους ποντικούς, πλην ήταν ευτυχής όστις εδύνατο να πιάσει έναν». (σ.241)
Απόφαση που έλαβαν για τα μικρά παιδιά που με το κλάμα τους θα πρόδιδαν την έξοδο.
«Αποφάσισαν όλοι να φονεύσωμεν όλαις ταις γυναίκες, ανεξαιρέτως, και τα μικρά παιδιά επί λόγω να μη προδοθούμεν από τας κραυγάς των, και τότε δεν μείνει κανένας μας ζωντανός. Απεφασίσθη να σφάξη ο ένας του αλλουνού την οικογένεια». Στην παραπάνω απόφαση αντέδρασε ο Αρχιερέας Ρωγών Ιωσήφ, λέγοντας: «Εν ονόματι της Αγίας Τριάδας, είμαι Αρχιερεύς, αν τολμήσετε να πράξετε τούτο, πρώτον θυσιάσετε εμένα! Και σας αφήνω την κατάραν του Θεού και της Παναγίας και όλων των Αγίων, και το αίμα των αθώων να πέσει στα κεφάλια σας». «Εκφώνησεν τούτο, κάθισε, και άρχισε να κλαίγει. Αποφασίσθηκε να μην προχωρήσουν στη σφαγή, τα δε μικρά παιδιά να τα ποτίσουν με αφιόνι, ώστε κατά την ώραν της εξόδου να μη κλαίγουν ».(σ.253)
Για τους ασθενείς αποφασίσθηκε να παραμείνουν και να οχυρωθούν σε γερά σπίτια. Οι ίδιοι ζήτησαν τα παράθυρα να παραμείνουν ανοιχτά, για να μπορούν να πολεμούν. Σύνταξαν σχέδιο της εξόδου με 17 άρθρα και επιφόρτισαν το Νικόλαο Κασομούλη, γραμματέα του Στορνάρη να το διαβάσει σε όλα τα σώματα. Πολλές γυναίκες ντύθηκαν με ανδρικά ρούχα και αρματώθηκαν. Απολογισμός του σώματος Στορνάρη. Σύνολο 70. Ασθενείς που παρέμειναν στο Μεσολόγγι 26. Από τους 44 σωθήκαμε μόνο 27.
Τόμος 3ος
Αποσπάσματα από τη δολοφονία του κυβερνήτη Καποδίστρια από τον Κων\νο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της ελεύθερης Ελλάδας.
«Ο αγαθός άνδρας, ο Κυβερνήτης, κάθε Κυριακή και επίσημο εορτή είχε τη συνήθεια, άμα εσήμαινε ο κώδων, να πηγαίνει εις την εκκλησίαν να παρευρίσκεται από την αρχή του όρθρου».
«Την 27 Σεπτεμβρίου 1831 το πρωί, το εωθινόν, οπλισθέντες μετά πιστολιών, και φέρων μαχαιρίδιον ο Γεώργιος, μεταβάντες εις την εκκλησίαν του Αγίου Σπυρίδωνος, ο μεν Κωνσταντίνος κατέλαβε τη δεξιά κόχη της πύλης του ναού,… ο δε Γεώργιος κατέλαβε τη θέση εντός της πύλης του ναού, περιμένοντες την άφιξη του Κυβερνήτη. Ο Κυβερνήτης… ποτέ δεν συλλογίσθηκε θάνατο από χείρας Έλληνος, με όλα όσα και αν ακολουθούσαν κακά εκ μέρους των αντιπολιτευομένων.. και εις τας διασκεδάσεις του, και εις τας περιδιαβάσεις του εντός και εκτός της Ναυπλίας πάντοτε μαζί του δεν είχε παρά δύο μόνο άνδρας, τον Γεώρ. Κοζώνη Κρήτα, μονόχειρα κατά την δεξιά και τον Δημ. Πελοποννήσιο». (σ.437)
« Ο κυβερνήτης, ιδών τον Κωνσταντήμπεη, ωσάν να προείδε ότι κάτι έμελλε να πάθει, σταματήσας ολίγον να αναπνεύσει ταμπάκον και στρέψας την κεφαλήν του όπισθεν προς την οικίαν του Ροδίου και έπειτα βαδίζων εμπρός, μόλις πλησίασε την δεξιά πλευρά του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη και έκτενε τα πόδια του να πατήσει το κατώφλιο δια να έμβει εις την εκκλησία, ο Κωνσταντίνος αρπάσας και βαστών αυτόν δια της αριστεράς του χειρός από τον τράχηλόν του και με την δεξιάν του την πιστόλα, προσαγορεύων με τις εκφράσεις:
-Κι εγώ κακά χερόβολα, κι εσύ κακά δεμάτια
Πριν ούτος τελειώσει αυτόν το σύντομο λόγο κι ενώ τον εβαστούσε, ο Γεώργιος πρώτος κινηθείς κατ’ αυτού προς τα έξω, συγχρόνως ο μεν μπήξας βαθέως εν μαχαιρίδιο στο υπογάστριο, ο δε εις τη στιγμή πυροβολήσας δια της δεξιάς του όπισθεν της κεφαλής, πλησίον του ωτίου, και μετ’ αυτόν ο Καραγιάννης εις την στιγμή ποιήσας το αυτό αλλ’ όχι ευστόχως, αφού είδον αυτόν εξαπλωμένο, ωφεληθέντες από την ταραχή έδωσαν εις την φυγή τρομαγμένοι».
Σύμφωνα με τον Κασομούλη ο Κοζώνης πυροβόλησε με το αριστερό του χέρι και τραυμάτισε τον Κωνσταντίνο. Παρά τις εκκλήσεις του Κων\νου ότι «δεν πταίω εγώ, στρατιώται, άλλοι με έβαλαν» βασανίσθηκε θανάσιμα.. Ο Γεώργιος με τους δύο στρατιώτες ζήτησε άσυλο στη Γαλλική πρεσβεία.
Αποσπάσματα από διαθήκη του Ν. Κασομούλη.(14\8-30)
Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος
Ο υπογεγραμμένος εν τη παρούση μου Νικόλ. Κωνστ. Κασουμούλης, γεννηθείς εις Κοζάνην πόλιν Μακεδονίας κατά το 1795, Αυγούστου 20, διατρέξας το στάδιόν μου από το 1821 μέχρι του 1829, τελευταίαν μάχην της Ελλάδος εις Πέτραν Λειβαδίας…
Ενυμφεύθην στις 3 Απριλίου 1838 (ηλικία 43 ετών) την Μαριγώ Ανδρέου Γεροστάθη από τη Στυλίδα Λαμίας.
Το 1840 έτος… ευρισκόμενος εν υπηρεσία εις Ναύπλιο, ο θεός μας εχάρισεν υιόν, τον οποίο ο ανάδοχος υποστράτηγος Καλλέργης ονόμασε Κωνσταντίνο, χρήσιμο στην κοινωνία αποφοίτησε από τη στρατιωτική σχολή το 1862…απωλέσαντες αυτόν από κακήν διάγνωση της ασθενείας του ιατρού…και ενταφιασμό του εις το περιβόλι μου, όπου εγώ εδείκνυον την θέσιν προς αυτόν να θάψη εμέ ενταφιάσας εγώ αυτό.
Αποφασίζω και εγκαθιστώ κληρονόμο τη σύζυγό μου στην παρακάτω περιουσία.
«Εν περιβόλιον προσοδοφόρον…με 250 ελαιόδεντρα και διαφόρων άλλων καρποφόρων δέντρων … το οποίον αγόρασα το 1838, επιθύμουν να το αφήσω στον υιόν μου προς ενθύμηση και να με ενταφιάσει εντός αυτού, και κατά δυστυχία μου εις τα γηρατεία μου ενταφίασα εγώ αυτόν».«μία οικίαν εντός πόλεως, ένα οικόπεδο 900 τεταγωνικών μέτρων, άμπελο τριών στρεμμάτων, το 1\6 μερίδιον αλευρόμυλου προικώο, όπλα του αγώνος και όλη την κινητή περιουσία».
« Το σύγγραμμά μου «Στρατιωτικά Απομνημονεύματα», τα οποία συνέγραψα με πολύ κόπο και αναφέρονται στα στρατιωτικά και πολιτικά συμβάντα από το 1821 ως το 1833, τους δύο γεωγραφικούς πίνακες της εξόδου της φρουράς του Μεσολογγίου στις 10 Απριλίου 1826 και τις στρατοπεδεύσεις των Οθωμανών και Αρβανιτών, τας οποίας ιχνογράφησα με πολύ κόπο μόνος μου… ως και τετράδια που αναφέρονται στην καταγωγή προ 300 ετών των διαφόρων αρματολών καπεταναίων της Ιεράς Ελλάδος και την γενεαλογία του μέχρι των προσώπων που έλαβαν μέρος στην επανάσταση του 1821».
«Μετρητά δεν έχω. Εδάνεισα το 1826 τον Ευθύμιο Στουρνάρη 1500 γρόσια, αλλά αρκεσθείς στις υποσχέσεις και από αβροφροσύνη παραβλέψας μέχρι σήμερα μένουν εισέτι απλήρωτα».
Ο Κασομούλης ζητά για έξοδα εκστρατείας από το 1821 μέχρι το 1828, 25.000 γρόσια. Δια μισθούς 600 στρατολογηθέντων ανδρών από 1 Δεκεμβρίου 1821 ως 10 Μαρτίου 1822. Δια μισθοδοσία 150 ανδρών από τον Οκτώβριο του 1822 μέχρι τον Απρίλιο του 1825, οι περισσότεροι άνδρες ήταν πατριώτες μου και συγγενείς μου. Δια 70 στρατιώτας της φρουράς Μεσολογγίου, οίτινες με έμειναν θυσιασθέντων των λοιπών και ενός αδερφού μου Μήτρου καλουμένου. Από αποζημιώσεις οικογενειακάς τας οποίας υπέστημεν επί της επαναστάσεως το 1821 εις Σιάτιστα και Σέρρας αρπαχθέντα πολύτιμα πράγματα αναγνωρισθέντα από πατριαρχείο, προξένους, Ρούμελη Βαλεσί. ( Τούρκος διοικητής στο Μοναστήριο)
Το περιβόλιον να μένει εις αιώνας αιώνων ανυποθήκευτο, αναπαλλοτρίωτο και αμεταβίβαστο … εις τη θέση όπου σήμερον κείται κτισμένη η οικία να ανακτισθεί και να οικοδομηθεί εκκλησία … με την παρακάτω κεφαλαιώδη επιγραφή: «Ανηγέρθη η εκκλησία Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης παρά του Συνταγματάρχου Ν. Κασσουμούλη και συζύγου του Μαριγώς εις ανάμνηση του προσφιλεστάτου υιού Κωστάκη γεννηθέντος το 1840 Οκτωβρίου 7 εις Ναύπλιο και αποβιώσαντος το 1865 Δ\βρίου 2 εν Λαμία ετών 25 το άνθος της ηλικίας του».
Τα τρία τουφέκια μου του αγώνος, η δαμασκηνή σπάθη .. με τα οποία αγωνίσθημεν αμφότεροι μετά του αδελφού μου Γεωργίου από το 1821 μέχρι το 1829 τελευταία μάχη της Πέτρας Λεβαδειάς…να τεθώσι εις το Άγιο Βήμα της Εκκλησίας.
Η πολεμική αποζημίωση που του οφείλει η πολιτεία για το διάστημα 1821-1828 να κατατεθεί στην Εθνική Τράπεζα. Οι τόκοι κατ’ έτος να διανέμονται σε 8 μερίδια ως ακολούθως Τα 2\8 στο Εθνικόν Πανεπιστήμιον Αθηνών, το 1\8 στον Εθνικό στόλο, το 1\8 στην επισκευή και συντήρηση οχετού κατερχομένου εις την πόλη της Στυλίδας. Το 1\8 να στέλνηται δια το σχολείο της Κοζάνης, πατρίδα της γεννήσεώς μου και ανατροφής μου, το 1\8 εις την προγονική πατρίδα μου κωμόπολη Μακεδονίας Πισοδέρι, προς χρήσιν Δημοτικού σχολείου, τα 2\8 να διανέμονται την 2αν Δεκεμβρίου ημέραν του θανάτου του υιού μας, υπέρ της ψυχής αυτού και των γονέων του.
Όταν εκδοθεί το σύγγραμμα «Στρατιωτικά Ενθυμήματα» να δοθούν κατ’ εκλογή στους 15 παρακάτω.
Προς τον βασιλέα, διάδοχο, Εθνικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σχολεία Αιγύπτου, Σμύρνης, Θεσσαλονίκης, Σερρών, εις την προπατορικήν πατρίδα μου κωμόπολιν Πισοδέρι Μακεδονίας, εν εις το της κωμοπόλεως Μπλάτζη Μακεδονίας Πατρίδα της Μητρός μου, εν εις το της Σιατίστης πόλεως μεγαλοπρεπούς, εν εις το της Κοζάνης πατρίδα της γεννήσεως, εν εις την κωμόπολιν Θεσσαλίας Ζερίτσανην (πρόκειται για την Τσαρίτσανη) όπου εσπούδασα τας αρχάς των γραμμάτων μου επί Οικονόμου, εις Κούτζιανα κωμόπολιν Ασπροποτάμου πατρίδα του καπετάν Ν. Στουρνάρα εις ανάμνηση της καλής υποδοχής που έτυχε η οικογένειά μου ως πρόσφυξ παρ’ όλων των ανδρών της οικογενείας από το 1821 μέχρι το 1824 αγωνιζόμενος μεθ’ όλων των κατοίκων αρματολών και πολιτών εν γένει, εν εις το Μεσολόγγι προς ανάμνηση των γραφομένων μου περί της τελευταίας πολιορκίας και εξόδου μας, εν προς τον Δήμον Πέλλης Μακεδόνων», πρόκειται για τον οικισμό που είχαν δημιουργήσει οι Μακεδόνες αγωνιστές, στην Αταλάντη, που έλαβαν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά την επανάσταση του 1821.
Ο κάθε νέος της Κοζάνης οφείλει να μελετήσει τα στρατιωτικά ενθυμήματα του συμπατριώτου Κασομούλη. Η ιστορία της επανάστασης του 21 κύρια βασίζεται στα γραπτά που άφησε ο αγωνιστής και ιστορικός του Έθνους Κασομούλης.
Χρονικό ανεγέρσεως ανδριάντος Ν. Κασομούλη.
Τον Ιανουάριο του 1974 ο Σύνδεσμος Κοζανιτών Αθηνών «ο Λασσάνης» αποφασίζει να επισπευτούν οι διαδικασίες οι σχετικές με την αποπεράτωση και το στήσιμο του ανδριάντα στη γενέτειρα πόλη.
Τον Αύγουστο του 1974 η γλύπτρια Α. Χατζή πληροφορεί το σύλλογο για την ολοκλήρωση του έργου. Γίνονται συζητήσεις για τον τόπο της τοποθέτησης. Προκρίνεται η πλατεία Ελευθερίας. Οι τοπικές εφημερίδες γράφουν. (20\Φ.10-8-1974) « Δεν νομίζομεν ότι υπάρχει αντίρρησις δια την θέσιν. Απαραιτήτως όμως θα πρέπει να απομακρυνθεί ο ακαλαίσθητος στρατιώτης της πλατείας Γ.Τιάλιου, ο οποίος παραδόξως έμοιαζε με κινέζο παρά με Έλληνα πολεμιστή του 1940-41… Παρακαλούμε τους αρμοδίους να αφαιρεθεί από τη διπλανή πλατεία Τιάλιου ο ανδριάς του στρατιώτη…».
Τον Οκτώβριο του 1974 αποφασίζεται να αφαιρεθεί ο στρατιώτης. Στο ίδιο βάθρο στήνεται ο ανδριάντας του Νικ. Κασομούλη.
Στις 27 Οκτωβρίου 1974 πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντος υπό του φιλογενούς Κοζανίτου κ. Γκέρτσου. Κατά την τελετή των αποκαλυπτηρίων καταλλήλως μίλησε για το έργο και τους αγώνες του Κασομούλη ο πρόεδρος του συλλόγου Κοζανιτών Αθηνών κ. Αλέξανδρος Μπλιούρας, σημειώσας μεταξύ άλλων ότι ο Κασομούλης διακρίθηκε με την πέννα και το σπαθί του. (20\1976)
Η τελετή πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 27-10-74 μετά την αρχιερατική λειτουργία του Αγίου Δημητρίου. Σύμφωνα με τον τοπικό τύπο ο Κ. Γκέρτσος απάγγειλε το Σύμβολο της Πίστεως και την Κυριακή προσευχή. Όλοι οι εκκλησιαζόμενοι, το προεδρείο του Λασσάνη με επικεφαλής τον πρόεδρο Μπλιούρα και 100 μελών του Συνδέσμου εξ Αθηνών, παρουσία του Νομάρχου, του δημάρχου εψάλη επιμνημόσυνο δέηση υπό του Σεβασμιότατου Μητροπολίτου Διονυσίου πριν την αποκάλυψή του.
Ο πρόεδρος του συλλόγου Κοζανιτών «Ο ΛΑΣΣΑΝΗΣ» κατά την ομιλία του τόνισε ότι ο σύλλογος θα πρωτοστατήσει δια την ανέγερση ανδριάντος και του ετέρου επιφανούς Κοζανίτου αγωνιστού του 1821 Γεωργίου Λασσάνη.
Το έργο είναι κατασκευασμένο από χαλκό. Η δαπάνη του έργου ανήλθε στο ποσό των 100.000 δραχμών. Το ποσό καλύφθηκε από το Σύνδεσμο Κοζανιτών Αθηνών «Λασσάνης», τον Κ. Γκέρτσο, το Δήμο Κοζάνης και το Στρατό, στα εργαστήρια του οποίου εχύθη το μέταλλο.(4\167)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου