Πιστοποιητικό Δήμου Κοζάνης για έκδοση διαβατηρίου
Βασίλη Αποστόλου
Δασκάλου του Αου Δημοτικού Σχολείου Κοζάνης
Προτομές-Ανδριάντες –Μνημεία Κοζάνης
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης
Κοζάνη 2006 σελίδες:238
ISBN:960-87195-6-9
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ (1882-1938)
ΔΑΠΑΝΗ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ
ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ
Ν. ΚΟΖΑΝΗΣ 1996
Οι σπουδές του
Γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1882. Από μικρός έδειξε ιδιαίτερη αγάπη στα γράμματα. Το σχολικό έτος 1894-95 φοιτά στο ημιγυμνάσιο Κοζάνης. Οι επιδόσεις του άριστες. Ο σύλλογος των καθηγητών στα μέσα του σχολικού έτους συνεδριάζει με θέμα τις άριστες επιδόσεις του Τσιτσελίκη. Προτείνει στην εφορία των εκπαιδευτηρίων της Κοζάνης, την κατ’ εκλογή προαγωγή του από την πρώτη τάξη του γυμνασίου στη δευτέρα. Τέτοιες προτάσεις ήταν σπάνιες, γινόταν σε εξαιρετικές περιπτώσεις σε μαθητές με υψηλή νοημοσύνη. Σήμερα το εκπαιδευτικό σύστημα δεν προβλέπει τέτοιες μεταχειρίσεις σε αντίστοιχες περιπτώσεις.
Μετά την αποφοίτησή του από τα εκπαιδευτήρια της Κοζάνης γράφτηκε για την αποπεράτωση των σπουδών του στο ιστορικό γυμνάσιο Τσοτυλίου. Στη συνέχεια συνεχίζει τις σπουδές του στη Νομική Σχολή Αθηνών. Το 1903 λαμβάνει το πτυχίο με βαθμό άριστα
Η πολιτική και κοινωνική δραστηριότητα
Η αγάπη προς τη γενέτειρα μεγάλη. Αμέσως με την επιστροφή του προσφέρει τις υπηρεσίες με την ιδιότητα του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της Πανδώρας. Τις εθνικές του υπηρεσίες τις προσφέρει ως μέλος του Εθνικού Κέντρου Άμυνας, μια οργάνωση που προετοίμασε και βοήθησε τον ένοπλο Μακεδονικό αγώνα του 1904-1908.
Μεγάλος πόθος του η δικηγορία, η βοήθεια των συμπατριωτών του. Για ν’ ανοίξει όμως δικηγορικό γραφείο στην Κοζάνη, σύμφωνα με το τουρκικό δίκαιο θα έπρεπε προηγούμενα να πάρει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος από τις τουρκικές αρχές. Γι’ αυτό γράφεται στο πανεπιστήμιο της Πόλης, σπουδάζει τουρκικό δίκαιο, λαμβάνει άδεια να δικηγορεί στα όρια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Στην Κοζάνη άρχισε να δικηγορεί από το 1907. Διακρίνεται για την ευγλωττία και τα επιχειρήματα κατά τη διεξαγωγή των δικών στα εκκλησιαστικά και τουρκικά δικαστήρια.
Το 1908 με το κίνημα των Νεοτούρκων λήγει ο ακήρυκτος Μακεδονικός αγώνας. Το έθνος πρέπει να φωτισθεί. Η απελευθέρωση ζυγώνει. Ο Τσιτσελίκης υπηρετεί την παιδεία. Αναλαμβάνει έφορος των Σχολείων της Κοζάνης.
Το 1910 ταξιδεύει στην Ευρώπη με σκοπό να τελειοποιήσει τις ξένες γλώσσες που μιλούσε, όπως Γαλλικά, Γερμανικά, Τουρκικά. Στη Βιέννη παραμένει να μελετήσει το δίκαιο των εθνοτήτων.
Το 1912 επιστρέφει στην Κοζάνη, ανοίγει δικηγορικό γραφείο στο πατρικό του σπίτι. Με την απελευθέρωση της Κοζάνης δείχνει τα πατριωτικά του αισθήματα. Κατατάσσεται απ’ τους πρώτους στον εθελοντικό λόχο των Κοζανιτών.
Κατά τις πρώτες γενικές εκλογές της ελεύθερης πια πόλης πολιτεύεται με το συνδυασμό των Ανεξάρτητων. Παίρνει 6244 σταυρούς και δεν εκλέγεται.
Το 1915 συμμετέχει στην επιτροπή συλλαλητηρίου ως ομιλητής. Οι Κοζανίτες αντιδρούν στην απόφαση της συμμαχίας (Αγγλία, Γαλλία) να παραχωρήσουν στη Βουλγαρία ελληνικά εδάφη, όπως τις Σέρρες, Δράμα, Καβάλα με την προϋπόθεση να μη συμμαχήσει η Βουλγαρία με τις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία), κατά την περίοδο του Α! παγκοσμίου πολέμου. Το συλλαλητήριο πραγματοποιήθηκε στις 26 Ιουλίου 1915 με προκήρυξη του τότε δημάρχου Κων\νου Γκάγκαλη (40\29-7-15)
Ο Στέφανος Δραγούμης, πατέρας του Ίωνα και της Ναταλίας Παύλου Μελά, κατεβαίνει στην πολιτική ως αρχηγός ανεξάρτητων. Τάσσονται στο πλευρό του 15 Κοζανίτες, μεταξύ αυτών ο δικηγόρος Κ.Τσιτσελίκης, ο ιατρός Ρεπανάς, ο γεωπόνος Στόικος, ο τραπεζίτης Παπακωνσταντίνου. (40\26-4-1915)
Το 1916 ως μέλος της επιτροπής αναγνωστηρίου (βιβλιοθήκη) καλεί τους πολίτες της Κοζάνης να γραφούν μέλη του. Πλουτίζει τη βιβλιοθήκη με καινούργια βιβλία. Επιθυμία του είναι κάθε βιβλίο που εκδίδεται στην Ελλάδα να αγοράζεται από το δήμο.
Η γυναίκα του Αγνή πρωτοστατεί στην ίδρυση της φιλοπτώχου αδελφότητας κυριών Κοζάνης. Εκλέγεται γραμματέας. Το φάσμα της πείνας απλώνεται παντού ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Οργανώνει συσσίτια για τους άπορους μαθητές των δημοτικών σχολείων.
Το 1920 εκλέγεται βουλευτής Κοζάνης με την Ενωμένη Αντιπολίτευση του Γεωργίου Μπούσιου.
Τον Απρίλιο του 1927, απεσταλμένος του δήμου, αναχωρεί για Βουδαπέστη να διακανονίσει το κληροδότημα του Παύλου Χαρίση. Με τη δωρεά του μεγάλου ευεργέτη της πόλης χτίστηκε και λειτούργησε η γεωργική σχολή στη Λευκόβρυση.
Στις 11 Οκτωβρίου 1928 εκφωνεί ομιλία για την επέτειο της απελευθέρωσης Κοζάνης.
«… Ο Δεσπότης, ο γέρων Φώτιος με τα χρυσά του άμφια και τη Βυζαντινή πατερίτσα του ευλογεί και κλαίει. Ανοίγουμε το πλήθος και προχωρούμε. Ένας Κένταυρος, ένας ημίθεος με το σπαθί γυμνό επάνω στο μαύρο του άλογο και με το τιμημένο Ελληνικό στέμμα στο κεφάλι στέκει σαν άγαλμα στη μέση του πλήθους. Είναι μαυρισμένος από τον πόλεμο και τα μάτια του δακρυσμένα από συγκίνηση. Δε μιλάει. Κοιτάζει μόνο τα αντικρινά βουνά του Αηλιά για να ανακαλύψει εχθρό. Το άλογό του κι αυτός είναι τυλιγμένοι μέσα σε μια τεράστια μεταξωτή γαλάζια σημαία. Ποιος τον τύλιξε; Πού βρέθηκε η ελληνική σημαία στην Κοζάνη; Ένας γέρος Κοζανίτης με άσπρα μακριά μαλλιά γονατίζει και με κλάματα φιλάει τα ρουθούνια του αλόγου του. Τα κορίτσια τού βάζουν βασιλικό και χρυσάνθεμα στα χαλινάρια, στα λουριά, στη θήκη του σπαθιού του. Είναι ο πρώτος Έλλην ιππέας που μπήκε ως ανιχνευτής μέσα στην Κοζάνη. Έμαθα το όνομά του, Μακρής από την Τσαρίτσανη. Ζει ή πέθανε. Δεν ξέρω. Μια μέρα πρέπει να κάμει τον ανδριάντα του στην είσοδο της πόλης.» (3\ΚΤ 33)
Το έτος 1923, σύμφωνα με τη συνθήκη της Λοζάννης, πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή πληθυσμών με μοναδικό κριτήριο το θρήσκευμα. Στην περιοχή της Ανασελίτσας (Βοΐου) σε 29 χωριά κατοικούσαν Βαλαάδες, ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι. Ο δικηγόρος Κ.Τσιτσελίκης τηλεγράφησε στο Βενιζέλο στη Λοζάννη να εξαιρεθούν οι Βαλαάδες από την ανταλλαγή. Το συνέδριο της Ειρήνης ζήτησε να τηλεγραφήσει κάθε χωριό, αν θέλουν να παραμείνουν.
Τα χωριά συμφώνησαν να παραμείνουν κι έστειλαν στη Λειψίστα (Νεάπολη) τριμελή επιτροπή από κάθε χωριό, για να στείλουν το τηλεγράφημα επικυρωμένο από τον κατή. Όμως οι μπέηδες επηρεασμένοι από την τουρκική προπαγάνδα ότι θα τους έδιναν στην Τουρκία μεγάλα κτήματα, γιατί οι Ρωμιοί που έρχονταν ήταν πολλοί και οι Τούρκοι που έφευγαν ήταν λίγοι, έκαναν τους αγάδες ν’ αλλάξουν γνώμη και να τηλεγραφήσουν ότι θέλουν να φύγουν. Έτσι έφυγαν, άσχετο αν έκλαιγαν όταν έφευγαν (10\107).
To 1928 περαστικός από το χωριό του Βοΐου Ρέσνη τόσο πολύ ενθουσιάστηκε από τα κατανθισμένα δέντρα που ως μέλος της επιτροπής μετονομασίας των χωριών δεν ξέχασε το εξαίσιο θέαμα και μετονόμασε το χωριό από Ρέσνη σε Ανθούσα.
Το 1934 εκλέγεται πρώτος πρόεδρος της «Εταιρείας Επιστημονικών Ερευνών» Δ. Μακεδονίας με έδρα την Κοζάνη. Το 1935 επί δημαρχούντος Αναστασίου Τέρπου συμμετέχει σε επιτροπή ονοματοθεσίας οδών.
Ο γάμος του
Το 1914 γνωρίζεται με τη γειτόνισσά του Αγνή. Η φιλία εξελίσσεται σε έρωτα. Αποφασίζουν να πορευτούν μαζί στη ζωή. Ο τοπικός τύπος επισημαίνει το γεγονός. (40\αρ. φύλ.15) «Ο διακεκριμένος φίλος δικηγόρος Κων\νος Τσιτσελίκης και η πολύφερνος δ\νίς Αγνούλα Δημ. Κλείδου αντήλλαξαν το δακτύλιο του αρραβώνος». Ένα μήνα αργότερα επανέρχεται η πρώτη εκδοθείσα εφημερίδα της Κοζάνης. «Δυό ευγενείς υπάρξεις ενούνται σήμερον δια του αρρήκτου δεσμού του Υμεναίου …Το ευάρμοστον ζηλευτό ζεύγος η «ΗΧΩ» ραίνουσα με τα ευωδέστερα άνθη της φύλλα εύχεται βίον ανέφελο, ανθόσπαρτο και μεστόν πάσης ευτυχίας».
Αρθρογράφος στον τοπικό τύπο
Στην εφημερίδα Βόρειος Ελλάς δημοσιεύει ανασκόπηση της δημοτικής και πνευματικής ζωής της πόλης για το έτος 1930. Τα κυριότερα γεγονότα όπως τα καταγράφει ο Τσιτσελίκης είναι: Σπουδαιότερο η εκτέλεση της συγκοινωνιακής αρτηρίας Ηπείρου-Μακεδονίας. Ανέλπιστο το σταμάτημα της σιδηροδρομικής γραμμής Καλαμπάκας- Κοζάνης- Βέροιας. Η λειτουργία των δημοτικών λουτρών. Ο ηλεκτροφωτισμός της πόλης. Το λεύκωμα του Νομού Κοζάνης. Στην πλατεία προτείνει να στηθεί στήλη πεσόντων κατά τους πολέμους. Να στηθούν προτομές των ηρωικών τέκνων της Κοζάνης Λασσάνη- Τσώντζα.
Ως προς τις ανακηρύξεις δημοτών από το δήμο Κοζάνης τοποθετείται αρνητικά για το διοικητή Ηλιάκη (1916-20) καθ’ ότι μας θυμίζει τη μαύρη εποχή της εν Μακεδονία Ξενοκρατίας των LAISSEZ PASSEP, των συλλήψεων, εξοριών, τυφεκισμών και της καταλύσεως πάσης ιδέας κρατικής κυριαρχίας και ατομικής ελευθερίας. Γράφει ευμενή σχόλια για τον Ανδρέου Χόρβατ Ούγκρο φιλέλληνα, φίλο της Κοζάνης και των ελληνικών γραμμάτων, ο οποίος επισκέφθηκε κι αγάπησε την Κοζάνη πριν από δύο μήνες.
Ακόμα μελανή κηλίδα αποτελεί για το σύγχρονο πολιτισμό της Κοζάνης η αχαρακτήριστη αδιαφορία για την ίδρυση ενός τοπικού Μουσείου. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση, αφορισμός του Κεραμόπουλου. « Η έλλειψη ιστορικού ενδιαφέροντος δι έναν τόπον είναι χαρακτηριστικό του βαθμού βαρβαρότητας ή του πολιτισμού του λαού αυτού» (44\αρ.φύλ. 190)
Στις 17-9- 1933 αρθρογραφεί στη φιλόξενη εφημερίδα «Ηχώ», σχετικά με τα μνημεία της πόλης. Μελαγχολεί για την αδιαφορία των τοπικών παραγόντων. Η αγάπη για την πόλη υπέρμετρη. Τονίζει σχετικά. « Έπρεπε να περάσουν ξένοι και να μας πουν ότι έχουμε κάτι πράγματα άξια προσοχής, συνδεδεμένα με τη ζωή και την ιστορία του τόπου μας που αυτά όλα απαρτίζουν το τοπικό χρώμα της Κοζάνης και πρέπει να τα διαφυλάξουμε με κάθε κόστος». Μεταξύ των μνημείων αναφέρει το καμπαναριό, τον Άγιο Νικόλαο με την αρχιτεκτονική του, (κινδύνεψαν να κατεδαφιστούν) τη βιβλιοθήκη, το αρχοντικό Σακελλάριου (έχει κατεδαφιστεί), Βούρκα, Αρμενούλη.
Ο θάνατός του
Πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου Κοζάνης εκλέγεται το 1938. Το ίδιο έτος επισκεπτόμενος την Αθήνα για ιατρικές εξετάσεις πεθαίνει ξαφνικά. Βρέθηκε νεκρός στις 25-4-1938 σε τοπίο κοντά στη λίμνη του Μαραθώνα, κοντά στη μεγάλη του αγάπη την ύπαιθρο και το υγρό στοιχείο. Πήγαινε να επισκεφτεί τον Τύμβο των Μαραθωνομάχων. Οι χωρικοί τον μεταφέρουν στην Αθήνα. Τον παραλαμβάνει εκεί ο αδερφός του. Αφήνει τρία ανήλικα παιδιά Λένα. Κλείτος (απεβίωσε το 1940 σε ηλικία 13 ετών), Ρέα.
Ενταφιάζεται στην Αθήνα. Τον επικήδειο εκφώνησε ο γυμνασιάρχης Αθανάσιος Διάφας. Όλοι οι Κοζανίτες της Αθήνας ήταν εκεί. Κλάψανε για τον πρόωρο χαμό του ευπατρίδη Τσιτσελίκη. Ήταν μόλις 56 χρονών.
Το 1940 η κόρη του, Λένα Τσιτσελίκη Μπαλτοπούλου μετέφερε τα οστά του στην Κοζάνη και τα εναπόθεσε δίπλα στα οστά της μητέρας του Αγνής που τόσο πολύ αγαπήθηκαν, που τόσο πολύ θέλανε να ζούνε μαζί στη ζωή και στην αιωνιότητα.
Συγγραφικό έργο
1.Κοινωνική οργάνωση Μακεδονίας
2.Αγάπη στον Αλιάκμονα. Αναφέρεται και στην εκμετάλλευση των υδατοπτώσεων του Αλιάκμονος στα στενά της Λαριούς που σήμερα έγινε πραγματικότητα με την κατασκευή του υδροηλεκτρικού εργοστασίου.
«…Μέσα στα στενά της Λαριούς βρίσκεται η δύναμη, ο πλούτος, το μέλλον της πατρίδας. Ένα φράγμα! μια τεχνητή πτώση! Μια τουρμπίνα! Ναι εγώ θα του βάλω χαλινάρια του Αλιάκμονα (41\34) Τι θαύματα μπορούν να γίνουν με την υδραυλική δύναμη του Αλιάκμονα, πως μπορεί να φωτιστεί όλη η Μακεδονία και να κινηθούν όλοι οι σιδηρόδρομοι της πατρίδας μας…(σ.35) Μόνο στην Ελλάδα μένει ανεκμετάλλευτη αυτή η τεράστια δύναμη. Όταν πέρσι έγραψα ένα άρθρο για το ζήτημα αυτό στη «Μηχανική Επιθεώρηση», όλες οι εφημερίδες της πρωτευούσης μου ρίχθηκαν και με χαρακτήρισαν ουτοπιστή. Γιατί όλες τους αντιπροσωπεύουν διάφορα κεφαλαιοκρατικά συγκροτήματα που ζουν εις βάρος του λαού μας με τις προμήθειες των πετρελαίων, της βενζίνας και του εγγλέζικου κάρβουνου, και το δικό μου σχέδιο θίγει τα συμφέροντά τους».
3.Ξερίζωμα. Αναφέρεται στην ανταλλαγή πληθυσμών των Βαλαάδων Μουσουλμάνων περιφερείας Βοΐου και Γρεβενών που ήταν ορθόδοξοι χριστιανοί πριν αλλαξοπιστήσουν.
4.Αρθρογράφος των εφημερίδων ΝΕΑ, ΕΣΤΙΑ, ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ.
Μερικές από τις δημοσιεύσεις του. Ο Γιάννης της Λαριούς, Η Ελενίτσα, Τα κόλιαντα, Μπιριντζί νούμερο, Τρία χρόνια ανακωχή, Ο λωποδύτης.
5.Τελευταίο γράμμα. Είναι το τελευταίο φιλολογικό του έργο. Απευθύνεται στην πεθαμένη τον προηγούμενο χρόνο, 1937, γυναίκα του. Δημοσιεύθηκε μετά το θάνατό του.(3\ΚΤ 33) Το γράμμα πλημμυρίζει αγάπη προς τη γυναίκα του, προς τα παιδιά του. Πρέπει να διαβάζεται απ’ όλους και κύρια από τους εν δυνάμει γονείς. Το θεώρησα μοναδικό, ηθοπλαστικό και το δημοσιεύω αυτούσιο. Θεωρώ ότι πρέπει να συμπεριληφθεί ως κείμενο στα Νεοελληνικά κείμενα του γυμνασίου ,γιατί η παιδαγωγική και μορφωτική αξία είναι μεγάλη.
«Τώρa, που ήλθαν και τα πένθιμα χαρτιά, Σου γράφω, Αγαπημένη μου Αγνή, αυτό το τελευταίο γράμμα. Ποιος ξέρει! Καμιά φορά μπορεί να πάρω κάποιο μήνυμά Σου, στον ύπνο μου. Θα ’ναι κι αυτό μια ανείπωτη χαρά, από κείνες τις σπάνιες, που βρήκα μαζί σου, στη ζωή μου. Μια καλή γυναίκα του Λαού μού ’λεγε χτες, ότι πρέπει να περάσουν οι 40 μέρες κι ύστερα θα σε δω στ’ όνειρό μου. Ποιος να ξέρει αυτά τα μυστήρια του υπερπέραν. Μπορεί και να είναι έτσι. Εγώ θα περιμένω.
Ο καλός μου φίλος, που σου ’στειλε τη γαρδένια από τη Λάρισα μου ’γραφε κι αυτός όπως και άλλοι φίλοι ένα θερμό γράμμα για να με παρηγορήσει. Από το γράμμα αυτό παίρνω μια φράση. « Αυτή τη στιγμή θυμούμαι τα λόγια του Σωκράτη. Ποιοι είναι οι ευτυχισμένοι; Για σκέψου Αγνή, και πες μου. Μήπως έχει δίκαιο στις σκέψεις του αυτές, ο μεγάλος φιλόσοφος της αρχαιότητας; Με τις ίδιες, επάνω κάτω σκέψεις, ένας άλλος καλός μας φίλος, που τόσο εκτιμούσες στη ζωή σου, μου ’στειλε για παρηγοριά ένα καλό βιβλιαράκι. Μια μετάφραση δική του απ’ τον Πλούταρχο: «Παραμυθητικός από τον Απολλώνιο».
Εκεί μέσα διάβασα ότι η ζωή έχει βάσανα. Ο θάνατος είναι μια μεταλλαγή προς την ανυπαρξία, όπως και ανυπαρξία είναι το να μη γεννηθεί κανένας. Και οι δυό αυτές καταστάσεις δεν έχουν βάσανα, ούτε πόνους, ούτε δυστυχίες. Είναι άραγε προτιμότερος ο θάνατος από τη βασανισμένη πρόσκαιρη ζωή! Αυτά λέγει ο Πλούταρχος και τα υποστηρίζει με τις γνώμες και τα ρητά μεγάλων Ελλήνων ποιητών και φιλοσόφων της αρχαιότητας. Τι λες και συ Αγνή, τώρα που «μετήλλαξες το βίο». Να ’ναι αληθινές αυτές οι σκέψεις ή είναι από τις σοφιστείες και τα έξυπνα λόγια των αρχαίων Ελλήνων, που τόσο διεκρίθησαν στο είδος αυτό, χωρίς να τους φτάσει κανένας άλλος λαός ως τα σήμερα ακόμη; Τώρα όμως θυμούμαι κάτι λόγια δικά σου, όταν προτού πας μισοπεθαμένη στην κλινική σφάδαζες στο κρεβάτι του πόνου και αγρυπνούσα δίπλα σου με ξηραμένα δάκρυα στα μάτια μου, θυμούμαι στο παραμιλητό σου να ψιθυρίζεις.
Πάρτε με!… Πάρτε με… Ηρεμία… Γαλήνη. Σε τόπο χλοερό.
Να βρήκες άραγε τώρα αγαπημένη μου, την ηρεμία και τη γαλήνη, που τόσο ποθούσες στην αρρώστια σου, όταν απαίσια σ’ έδερνε στο κεφάλι, ο άνθρακας του διαβήτη και να έφτασες στο χλοερό τόπο, που οραματιζόσουν εξαντλημένη από τον πόνο; Μπορεί να έχουν απόλυτα δίκαιο ο Σωκράτης και ο Πλούταρχος και τα λόγια του είναι θαυμάσια, υπέροχα και λογικότατα. Η καρδιά όμως, η καρδιά μου μπορεί να υποταχτεί στη λογική αυτές τις ημέρες;
Ο ύπνος δύσκολα κλείνει τα κουρασμένα και κλαμένα μάτια μου. Το πρωί ξυπνάω με το χάραγμα ή προτού χαράξει η μέρα. Κοιτάω τα παιδάκια μας. Τα μάτια μου βουρκώνουν. Τι αξέγνοιαστα κοιμούνται. Είναι ενωρίς ακόμη να τα ξυπνήσω. Θα ’ναι κρίμα για τα αθώα αυτά πλάσματα να με αντιληφθούν πως κλαίω για την ορφάνια τους την ώρα που τους δίνω με την Ανατολή του ήλιου δειλά και φοβισμένα στο καθένα τους από δυο φιλιά, ένα για μένα κι ένα για σένα Αγνή. Γιατί τώρα εγώ είμαι και μπαμπάς και μάνα.
Ο Κλείτος που πάει στην Τρίτη και η Λένα στην πρώτη Γυμνασίου, είναι λιγάκι αδύνατα. Έχουν διαγωνισμούς, αυτές τις μέρες, τα κακόμοιρα και δεν κοιμούνται το μεσημέρι, μελετούν πολύ. Προπάντων η Λένα σου. Έχει να φροντίσει αυτές τις μέρες και με το νοικοκυριό του σπιτιού το άμοιρο παιδί. Στα δωδεκάμισι χρόνια, μπαίνει απροετοίμαστα ολότελα στα βάσανα της ζωής. Έννοια σου Αγνή μου. Μην ανησυχήσεις καθόλου για την υγεία των παιδιών. Θα φροντίσω εγώ σα μάνα. Μόλις τελειώσουν οι εξετάσεις θα τους βάζω να κοιμούνται κάθε μεσημέρι, όπως βάζω και τη μικρή Ρεούλα σου από τώρα. Η Ρέα άρχισε να πηγαίνει λιγάκι.
Κάθε πρωί και κάθε δειλινό μόνος μου τους βάζω το φαγάκι τους. Τι να σου κάνει η μικρή υπηρέτρια, που πήρες τώρα τελευταία λίγες μέρες προτού πέσεις στο κρεβάτι του πόνου. Χωρίς κυρία κι αυτή.
Πόσο μου ράγισε την καρδιά χθες η Ρεούλα, που μου είπε.
-Μπαμπά! θυμάσαι η μαμά είπε προτού φύγει για την κλινική, να στείλουμε το καινούργιο φουστανάκι στη μοδίστρα να το διορθώσει. Μου έρχεται φαρδύ μπαμπά.
Και σήμερα, σαν άκουσε να συζητούμε με την καλή ξαδέρφη σου για το μνημόσυνο που θα γίνει την άλλη Κυριακή.
-Μπαμπά, εγώ δε θα πω το ποίημα που μου έβαλε η δασκάλα για τις εξετάσεις.
Η μαμά δε θα έλθει. Συ θα’σαι στο μνημόσυνο. Θυμάσαι Αγνή, πόσο λαχταρούσες να ακούσεις το πρώτο ποίημα της Ρέας, φέτος που πάει στην πρώτη Δημοτικού.
Ο Κλείτος τα καινούρια καλοκαιρινά ρούχα, τα ’φερε ο ράφτης, Αγνή την παραμονή του θανάτου σου. Τα φόρεσε στην κηδεία, με το μαύρο πένθος στο αριστερό χέρι. Θυμάμαι το ξέσπασμά του σα μια άγρια κραυγή πληγωμένου μικρού λιονταριού, όταν έστειλα και τον έφερα από το σχολείο και μ’ είδε να κλαίω και να τον αγκαλιάζω, το πρωί της φριχτής εκείνης ημέρας.
Η μαμά μου …αχ! πέθανε… που είναι η μαμά μου.
Αποσπάστηκε από την αγκαλιά μου με ορμή κι έφυγε μέσα στον κήπο με ασυγκράτητα γοερά κλάματα. Στην κηδεία ήταν σοβαρός παρά τα δεκατέσσερα χρόνια του. Δεν έκλαιγε προσπαθούσε αυτός κι η Λένα να παρηγορήσουν εμένα. Τα καημένα τα παιδιά από τότε δεν τα είδα να κλάψουν. Ίσως κλαίνε κρυφά για να μη με λυπήσουν περισσότερο. Δυο φορές την εβδομάδα Κυριακή και Τετάρτη όταν δεν έχουν σχολείο έρχονται μαζί μου, σου φέρουνε τα αγαπημένα σου λουλούδια κι ανάβουνε το κεράκι στον τάφο σου. Η Λένα κάθε μέρα βάζει το ανθογυάλι μπροστά στην τελευταία σου φωτογραφία σου.
Ήμουν βέβαια και στην κηδεία το βράδυ. Τίνος κηδεία. Δεν μπορεί να ήταν δική σου, Αγνή. Εγώ δεν έβλεπα στην εκκλησία παρά μια ξυλένια κάσα κλεισμένη, ένα πλήθος κόσμου που σκούπιζε τα δάκρυά του, αναμμένα κεριά και άκουα τους παπάδες, να ψέλνουν διάφορα νεκρώσιμα τροπάρια.
-Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα όσα ουχ’ υπάρχει μετά θάνατο. Ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα.
-Ε! καλά…
Η αγάπη όμως δεν παραμένει; Άκουσε και πίστεψέ με Αγνή. Μόνο η αγάπη παραμένει σε κείνους, που ζουν για να υποφέρουν. Η αληθινή αγάπη….
Το κλείσαμε λοιπόν το σαλόνι με τις όμορφες και διαλεχτές εικόνες σου, που αγόρασες από το Μόναχο και από την Αθήνα και μόνο τις τρεις πρώτες νύχτες η αδερφούλα σου έκαψε μια καντήλα του λαδιού για την ψυχή σου, μέσα στο σαλόνι. Σ’ ένα διήγημά του ο Παπαδιαμάντης λέγει πως η ψυχή του αποθαμένου τριγυρίζει στο ασθενικό και αδύνατο φως της καντήλας, που του ανάβουν οι σπιτικοί του τις πρώτες νύχτες. Πήγα κι εγώ μια νύχτα, Αγνή, περπατώντας ανάλαφρα και κρυφά σαν φάντασμα για να μη μ’ ακούσουν τα παιδάκια και η καλή αδερφούλα σου και μπήκα στο σαλόνι σου. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, ο μεγάλος ίσκιος μου κινιόνταν αργά, αργά στον τοίχο και είδα ένα σωρό πεταλουδίτσες να χορεύουν γύρω στην καντήλα σου. Μήπως καμιά απ’ αυτές ήταν η αγνή και βασανισμένη ψυχή σου, που ήλθε να δει το σπίτι και να παρακολουθήσει πόσο γλυκά ανασαίνουν τα παιδάκια στον ύπνο τους;
Και χθες πρωί και προχθές είδα μια χρυσοστόλιστη και πολύχρωμη πεταλούδα να τριγυρνάει με τις πρώτες θερμές του ήλιου αχτίδες, μέσα στον κήπο σου και να φιλάει με το αιθέριο πέταγμά της τα φανταχτερά και μυρωμένα λουλούδια σου, που τόσο τ’ αγαπούσες. Μήπως είναι αυτή η ψυχή σου Αγνή;
Σήμερα το πρωί ήταν η μέρα που έπρεπε να σου φέρω τα λουλούδια σου. Δεν μπόρεσα να βαδίσω το μακρινό δρόμο του νεκροταφείου, γιατί μ’ έπιασε εκείνη η σύσπαση του στήθους, η αγγειονεύρωση. Θα με συγχωρέσεις αγαπημένη μου για την παράλειψη. Ξέρεις άλλωστε πόσο υποφέρω από την αρρώστια αυτή. Τώρα με το δικό σου βάσανο οι προσβολές γίνονται συχνότερες. Δεν ξέρω αν μπορέσει να αποκατασταθεί η υγεία μου. Δεν θα μπορέσω να ζήσω πολύ ακόμα χωρίς εσένα, Αγνή…Αγκαλά ποιος θα φροντίσει τώρα για μένα; Ποιος θα φροντίσει για την ιδιαίτερη περιποίηση και δίαιτα και την χωριστή τροφή που μου συνέστησαν οι μεγάλοι γιατροί;
Η άνοιξη ήλθε πάλι. Μα συ έφυγες για πάντα, ακριβώς όταν φούντωσαν τα κλαριά, οι πρασινάδες κα τα λουλούδια σου σκορπούσαν ανθισμένα τις μεθυστικές μυρωδιές στο σπίτι μας. Να γίνω καλά. Χα, χα, χα! Τι να την κάνω την υγεία τώρα χωρίς εσένα έρημος και αραχνιασμένος. Τα παιδιά μου λένε! Ναι, αλήθεια είναι. Τα παιδιά μα ο καλός θεός θα φροντίσει γι’ αυτά…. Για πρώτη φορά έριξα σήμερα μια ματιά στον καθρέπτη. Καλά που δεν είσαι εσύ κοντά μου να με δεις Αγνή. Θα με σιχαίνουσαν. Τα μαλλιά μου μεγάλωσαν, τα γένια μου άσπρισαν και αγρίεψα όλος. Θα ’ναι ένας μήνας τώρα να πάω στο κουρείο. Είμαι σαν κακότεχνος Βυζαντινός άγιος κοκαλιάρικος και αδύνατος, σαν βλάχικη αγιογραφία καμιάς παλιάς εκκλησίας σε μικρό τσιφλίκι του κάμπου. Η αδυναμία στο πρόσωπο και στο σώμα μου είναι ολοφάνερη. Τα μάτια μου είναι βαθουλά. Δυο τρεις φορές την ημέρα αισθάνομαι μια μολυβένια πλάκα να σκεπάζει βαριά την καρδιά μου, μια ατσάλινη γροθιά να μου σφίγγει με πόνο κάτι τι πίσω από το στέρνο μου…
Προπάντων όταν βραδιάζει. Α, είναι τρομερό το βάσανό μου, όταν νυχτώνει στο σπίτι μας και οι σκιές των δέντρων γίνονται ολοένα σταχτότερες στον κήπο. Νιώθω τη νύχτα να κατεβαίνει βαριά κι αποπνικτική από το αντικρινό βουνό ν’ απλώνεται μουντή και πηχτή σαν πίσσα μέσα στα δέντρα και να σκεπάζει τα στήθια μου σαν φτερούγα του θανάτου που δεν μ’ αφήνει ν’ ανασάνω.
Θα κουράσθηκες αγάπη μου διαβάζοντας το μεγάλο γράμμα μου, που δεν τελειώνει εύκολα. Μα έχω τόσα ακόμη να σου πω. Θα μπορέσω άραγε να επικοινωνήσω άλλη μια φορά μαζί σου;
Τώρα που είναι γρήγορα ακόμα η μέρα που χωριστήκαμε για πάντα, μου φαίνεται πως πρέπει να σου τα γράψω όλα, όσα έγιναν αυτόν τον καιρό στο σπίτι μας. Ποιον άλλο θα ενδιαφέρουν άλλωστε αυτά τα πράγματα αν όχι εσένα σαν μάνα και σαν νοικοκυρά του σπιτιού που στήσαμε μαζί; Μόνο σε σένα γράφοντας το γράμμα αυτό βρίσκω μια ψυχική γαλήνη και ανακούφιση από τον πόνο που μου δέρνει. Αισθάνομαι μια ψυχική ανάγκη, να επικοινωνώ μαζί σου, όπως στη ζωή μας, όπως σ’ έγραψα κι άλλες φορές, όταν ήμουν μακριά σου από την Αθήνα, απ’ τη Σμύρνη, απ’ τη Βουδαπέστη. Σ’ έγραφα και τότε ατέλειωτα γράμματα…Μα τότε λαχταρούσα να πάρω την απάντησή σου και περίμενα με αγωνία κάθε ταχυδρομείο. Τώρα… Είμαστε τόσο μακριά ο ένας απ’ τον άλλο. Κανένας δεν έρχεται να μας δει. Γιατί να ’ρθει. Η ζωή δεν αλλάζει το ρυθμό της. Οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς. Αλί σε κείνους που ’φυγαν για πάντα.
Η αδελφούλα σου θα γυρίσει στις σαράντα στο μνημόσυνο. Την περιμένουμε με λαχτάρα. Μα θα ξαναφύγει πάλι. Κι ύστερα… Ίσως ξαναγυρίσει πάλι με καιρό. Τα παιδιά θα μεγαλώσουν στο διάστημα αυτό. … Μπορεί και να μας λησμονήσει. ΄Ετσι είναι… Έτσι πρέπει να είναι…
Εσύ θα μας λησμονήσεις Αγνή; Μας λησμόνησες κι όλας; Δεν θα ξαναγυρίσεις όπως η αδελφή σου μια φορά… Μια μόνη φορά…
Κουράσθηκα γράφοντας αγαπημένη μου! Είναι περασμένα μεσάνυχτα. Τα κοκκινισμένα από το κλάμα μάτια μου, καταλαβαίνω ότι δεν αντέχουν πια στο μαρτύριο του χαμού σου. Αύριο με τη χαραυγή θα πάρω πάλι το δρόμο του νεκροταφείου. Ανάμεσα στα λουλούδια θα βάλω το γράμμα μου αυτό.
Είμαι βέβαιος ότι έτσι θα το πάρεις και θα το διαβάσεις με λαχτάρα όπως μου ’λεγες για τα άλλα γράμματά μου, που σου ’στελνα από τα μακρυσμένα μέρη από τη Σμύρνη κι από τη Βουδαπέστη… Σε παρακαλώ Αγνή, να μην αργήσεις. Στείλε μου ένα χαρούμενο μήνυμα στ’ όνειρό μου».
6.Στης Μπίλιως τα μνημόρια. Στα στενοσόκακα του Αγίου Δημητρίου δύο παρέες κουδουνοφόρων καλυμμένοι με προσωπίδες συναντιούνται .Μαλώνουν για το ποιος θα περάσει πρώτος. Τα παιδιά της Μπίλιως, δύο αδέλφια χωρίς να το γνωρίζουν αλληλοχτυπιούνται θανάσιμα. «Το βράδυ έθαψαν τα δυο αγαπημένα αδέλφια εκεί κοντά στον τόπο της συμπλοκής όπου το ρωμαϊκό φιλότιμο έχυσε αίμα αδελφικό. Πρωτοχρονιά. Εκεί ακόμα σώζονται της Μπίλιως τα μνημόρια». Λέγεται ότι μετά από αυτό το τραγικό γεγονός το έθιμο ατόνησε και η μεταμφίεση μεταφέρθηκε κατά την Αποκριά.
7.Το γιατρικό της Παπαδιάς. Αναφέρεται στις προσπάθειες του νεοσύστατου λόχου των πολιτών της Κοζάνης να περισώσει τα λάφυρα που άφησε ο τουρκικός στρατός κατά την αποχώρησή του από την ελεύθερη Κοζάνη στις 11 Οκτωβρίου 1912.
Η προτομή
Αυτός ήταν ο Τσιτσελίκης. Αγωνίσθηκε για την Κοζάνη, για την πατρίδα. Δεν πέρασε απαρατήρητος. Είχε έντονη κοινωνική, πολιτική ζωή. Τον ενδιέφερε η πνευματική και οικονομική ανάπτυξη του τόπου. Επαγγελματικά υπήρξε ένας άριστος δικηγόρος, καταξιώθηκε στην τοπική κοινωνία για τη γνώση των νομικών ζητημάτων, για τη ρητορική του δεινότητα, για τη σοφία του.
Ο δήμος τον τίμησε δίνοντας το όνομα ενός δρόμου κοντά στο Νομαρχιακό Νοσοκομείο. Επίσης ο Σύνδεσμος Γραμμάτων και Τεχνών Ν. Κοζάνης με πρωτοβουλία του έστησε την προτομή του έξω από το Λαογραφικό Μουσείο, επί της οδού Ίωνος Δραγούμη. Τα αποκαλυπτήρια της προτομής του πραγματοποιήθηκαν στις 17 Δεκεμβρίου 1996.
Μετά τα αποκαλυπτήρια της προτομής ακολούθησε στην αίθουσα του Λαογραφικού Μουσείου ομιλία για την προσωπικότητα και το πολύπλευρο έργο του. Επίσης από το δικηγορικό σύλλογο Θεσ\νίκης δόθηκε συναυλία δωματίου. Ακόμα μοιράσθηκε σ’ όλους τους παραβρισκόμενους το βιβλίο του Τσιτσελίκη «Αγάπη στον Αλιάκμονα» που την έκδοση χρηματοδότησε ο Δικηγορικός σύλλογος Κοζάνης
Η Ρέα και Λένα Τσιτσελίκη δώρισαν στη μνήμη του πατέρα τους στη Δημοτική βιβλιοθήκη Κοζάνης Γαλλική εγκυκλοπαίδεια 32 τόμων. Την εγκυκλοπαίδεια την είχε φέρει ο πατέρας τους από τη Γαλλία το 1914 μετά το πέρας των σπουδών του μεταπτυχιακού στη νομική. ( 56\30-10-2005)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου