Εθιμική ζωή Εξάρχου-Γρεβενών
Από το βιβλίο "ΕΞΑΡΧΟΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ"
Τα έθιμα του τόπου μας είναι η καθημερινότητα. Οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι γιορτές, οι κοινωνικές εκδηλώσεις, τα τραγούδια. Όλα αυτά μπορούν να καταγραφούν σε ένα πολυσέλιδο βιβλίο.
3) Πρωτοχρονιά
Η Πρωτοχρονιά για τους Εξαρχιώτες ήταν διπλή γιορτή. Εκτός από θρησκευτική, ήταν και γιορτή του ξεφαντώματος. Την παραμονή της πρωτοχρονιάς δεν κοιμόταν κανένας. Έπρεπε ο καινούργιος χρόνος να τους βρει ξύπνιους. Μερικοί παίζανε τυχερά παιχνίδια όπως «τριανταένα». Εκείνη τη μέρα το φαγοπότι ήταν άφθονο. Οι άνδρες ετοίμαζαν τη σουγλιμάδα, οι γυναίκες τη βασιλόπιτα, την τηγανιά, τους σαρμάδες. Το κρασί έρεε άφθονο. Πίτες κάνανε δύο. Μία για το σπίτι, μία για το μαντρί. Το απόγευμα ντυνόταν μπουμπουσιάρια. Έζωναν στη μέση κουδούνια. Έβαφαν το πρόσωπό τους με καπνιά. Ένα είδος μασκαρέματος ήταν κι ο γαμπρός με τη νύφη. Η νύφη με το νυφιάτικο κι ο γαμπρός φουστανελάς. Κι οι δυο ήταν άντρες βέβαια. Οι γυναίκες δεν ντυνόταν. Τα ήθη ήταν αυστηρά. Πηγαίνανε στα σπίτια. Έλεγαν εγκωμιαστικά τραγούδια.
4) Κόλιαντα-Σούρβα
Οι μεγαλύτερες παιδικές γιορτές ήταν τα “κόλιαντα”και τα “σούρβα”. Τόπος συγκέντρωσης ο Αϊ Νικόλας. Χρόνος τα μεσάνυχτα της 23ης προς 24ης Δεκεμβρίου και 30ης προς 31ης Δεκεμβρίου.
Σημαντικότερη γιορτή ήταν τα “σούρβα”. Από νωρίς τα «σουρβατζούλια» ετοιμάζουν τις τζιουμάκες, τα σέα (ντρουβάδες, ντραγατσίκες, κακάβια, γκιούμια) για να βάλουν το αλεύρι, το κρέας, τη λίγδα, το τυρί, το κρασί κι ότι άλλο χρειάζονταν για ένα ομαδικό γλέντι και φαγοπότι. Tη σουρβόπιτα, την τηγανιά, τη σουγλιμάδα την αναλάμβανε κόρη ανύπαντρη.
Για κάθε σπίτι λέγαμε επαινετικά τραγούδια σύμφωνα με την οικογενειακή κατάσταση.
α) Για σπίτι που είχε παιδί στο σχολείο
«Η μάνα πόχει ενάν ιγιό, ιγιό και χαϊδεμένο
τον έλουζε τον χτένιζε και στο σχολειό τον στέλνει
κι ο δάσκαλος τον καρτερεί με τη χρυσή τη βέργα.
Κι η μάνα του του έλεγε κι η μάνα του του λέγει.
-Πιδίμ πούναι τα γράμματα πούνι τα πινακίδια.
-Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ο νους μου στα παιχνίδια».
β). Για αρραβωνιασμένο
«Σαν κίνησε ο νιούτσικος να πάει ν’ αρραβωνιάσει
ουδέ τα ρούχα έβαλε, ουδέ τη φορεσιά του.
Η μάνα του του έλεγε κι η μάνα του του λέει.
-Βάλι το σημομάχαιρο π’ αξίζει τρεις χιλιάδες
π’ αξίζει τρεις και τέσσερις π’ αξίζει δεκαπέντε.
-Μανάμ δεν πρέπν τα ρούχα μου δεν πρέπ’ η φορεσιά μου,
δεν πρέπ τ’ ασημομάχαιρο π’ αξίζει τρεις χιλιάδες
π’ αξίζει τρεις και τέσσερις π’ αξίζει δεκαπέντε
μον πρέπει η αρραβώνα μου που είμαι αρραβωνιασμένος».
γ) Σπίτι που έχει κόρη για παντριά
Εδώ έχουν κόρη για παντρειά κορή αρραβωνιασμένη
την τάζουν γιο του βασιλιά την τάζουν γιο του Ρήγα.
-Δε θέλω γω μανούλα μου Βασίλω για να γίνω,
μον θέλω τσοπανόπουλο να παίζει τη φλογέρα
να παίζει να λυγίζεται να βεργοκυματίζει
να σφάζει αρνί την Πασχαλιά κριάρι τον Αγιόρι».
δ) Σπίτι με νεογέννητο παιδί
«Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό στη σαρμανίτσα
Τρεις βαϊοπούλες το κουνούν και τρεις το κανακεύουν
και μια Βαϊά καλή Βαϊά δεν θέλει να το κουνήσει.
Κούνα το Βάιαμ κούνα το ωσπού να έρθει η μάνα.
Η μάνα πήγε για νερό κι ο αφέντης στο παζάρι».
ε) Κτηνοτροφικό σπίτι
Τσομπάνος που κοιμήθηκε, επάνω σ’ άσπρη πέτρα
και χάσε χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια
και χάσε σκύλα κολοβιά μ’ ένα μουργκό κουτάβι.
Και το πρωί σηκώνεται μαύρος από τον ύπνο
Ρίχνει νερό και νίβεται, μαύρος να ξαγρυπνίσει
και παίρνει στράτες απάτητες, καινούργια μονοπάτια
Το γερο λύκο σταύρωνε στη μέση από το δρόμο
-Λύκε μην είδες χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια
μην είδες σκύλα κολοβιά με το μουργκό κουτάβι.
Κι ο γερο λύκος έλεγε κι ο γερο λύκος λέγει.
-Τσιομπάνε τι ’ναι το τάξιμό τι ναι το κέρασμά σου.
-Το τάξιμο είναι ένα αρνί το κέρασμα κριάρι.
-Πέρα σε κείνο το βουνό το πέρα και το δώθε
πόχει αντάρα στην κορφή και καταχνιά στη μέση
εκεί είν’ τα χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια.
Πάει σα να πάρω ένα αρνί και πέτυχα κατσίκι
και το κατσίκι βέλαξε και η σκύλα απηλουήθη.
Σαράντα ράχες μ’ έβγαλε, σαράντα μονοπάτια
Εννιά πλευρά με τσάκισε και το ποδάρι δέκα.
στ) Για γραμματιζούμενο
«Γραμματικός εκάθουνταν επάνω σ’ άσπρη πέτρα
Και γράφε και κοντύλιαζε ιννιά χρονών μελάνι
κι απ’ το πολύ το γράψιμο κι από τη συλλοή του
εσείστηκαν τα χεράκια του και χύσε τη μελάνη
εβάψαν τα χεράκια του τα χρυσοκεντημένα
σε ιννιά ποτάμια τάπλυνε και βάψαν τα ποτάμια
διαβάτης που επέρασε εβάψε τ’ άλογό του
περδίκα πάει να πιει νερό και βάψε τα φτερά της».
ζ) Αϊ Βασίλη
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία
από τα μέρη της Βλαχιάς κι από το Βουκουρέστι.
Στο Ντούναβο κατέβαινε πέρα να περάσει,
βρίσκει το Ντούναβο θολό τον πόρο χαλασμένο
Σκύφτει φιλεί το μαύρο του σκύφτει και τον ρωτάει.
-Δύνασαι μαύρε δύνασαι οπέρα να περάσεις
-Δύναμαι αφέντη μ’ δύναμαι οπέρα να περάσω
αρτίρεσέ με την ταΐ σαράντα πέντε χούφτες
βάλε κουσκούνια δώδεκα και ίγκλις δεκαπέντε
και πιάσε από τη χαίτη μου και ρίξ’ απάνω στη σέλα
να λιχνισθώ να πεταχτώ οπέρα να περάσω.
η) Αϊ Βασίλη
«Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει
-Βασίλη μ’ πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις.
-Εγώ απ’ τα ξένα έρχομαι και στα δικά μου πάω.
Κι αν έρχεσαι απ’ την ξενιτιά, πες μας ένα τραγούδι.
-Εγώ τραγούδια μάθαινα, τραγούδια να σας λέω.
Εγώ ’μαι ένας γραμματικός, ξέρω τα γράμματά μου.
-Αν είσαι και γραμματικός, πες μας την Αλφαβήτα.
Στην πατερίτσα ακούμπησε να πει την Αλφαβήτα
κι η πατερίτσα ήταν χλωρή και πόληκε κλωνάρι
κλωνάρι χρυσοκλώναρο κι ολάργυρα τα φύλλα
ολάργυρα κι ολόχρυσα όλα μαλαματένια».
θ) Σε πλούσιο νοικοκύρη
«Όσα άστρα έχει ο ουρανός και φύλλα από τα δέντρα
τόσα άσπρα έχει ο αφέντης μας φλουριά και καραγρόσια.
Με το ταγάρι τα μετρά και στο κοιλό τα ρίχνει.
Τα μέτρησε ξεμέτρησε του λείπουν τρεις χιλιάδες
του λείπουν τρεις και τέσσερις του λείπουν δεκαπέντε.
Και την καλή του ρώτησε και την καλή του λέει.
-Καλή μου πούναι τ’ άσπρα μας πούναι τα φλουριά μας;
-Τώρα κοντά κι Πσχαλιά κοντά κι το Λαζάρι
πολλοί ξένοι μας έρχονται και τα χαρτζιανεψά με».
ι) Σε χήρα
«Κυράμ, όταν στολίζεσαι στην εκκλησιά να πάγεις
βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη
και τον καθάριο ουρανό τον βάζεις δαχτυλίδι».
ια) Όλα τα τραγούδιά τέλειωναν με το παρακλητικό τραγούδι.
«Και βάλε το χεράκι σου στην αργυρή σακούλα
κι αν έχεις άσπρα δώστα μας φλουριά μην τα λυπάσαι
κι αν έχεις και γλυκό κρασί κέρνα τα παλικάρια.
Κέρνα τα’ αφέντη μ’ κέρνατα, να λεν για την υγειά σου
για την υγειάς αφέντη μου και την καλή χρονιά σου».
Να ζή(σ )ης και νάσαι αφέντη μου
πάντα τραγούδια νάχεις
εμείς τραγούδια και χαρές
κι ο θεός μέρες και χρόνια.
ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ιβ)Τραγούδι αποχώρησης
Αν από το νοικοκύρη φεύγαμε ικανοποιημένοι, μας έδινε φλουριά, χοιρινό για την τηγανιά, αλεύρι, λίγδα, τυρί για την πίτα, κρασί τότε τραγουδούσαμε το παρακάτω τραγούδι.
Σ’ αυτό το σπίτι πούρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.
Να σφάζει αρνί την Πασχαλιά κριάρι τον Αγιόρι.
Να ζήης κα νάσαι κ.λ.π.
ιγ).Για σπίτι που δεν άνοιγε
«Αφέντη μου στην κάπα σου εννιά χιλιάδες ψείρες
άλλες κλωσούν κι άλλες γεννούν κι άλλες πουλάκια βγάζουν».
«Του κασιδιάρη τα’ άλογο, στη βατσινιά δεμένο
οι καραμούζες το τσιμπούν κι αυτός το καμαρώνει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου